Τα τελευταία χρόνια επανέρχεται τακτικά η επιτσημονική διαμάχη σχετικά με το πότε πρέπει να ξεκινά ο μαστογραφικός έλεγχος, κάθε πότε πρέπει να γίνεται και μέχρι ποια ηλικία.
Η διαμάχη δεν είναι μία απλή αντιγνωμία φλύαρων επιστημόνων, αλλά στηρίζεται πάνω σε μελέτες (έρευνες) που έχουν γίνει με δεκάδες χιλιάδες γυναίκες.
Η διαμάχη αφορά την προληπτική και μόνο μαστογραφία, εκείνη δηλαδή που γίνεται χωρίς η γυναίκα να έχει συμπτώματα, απλά στοχεύει στην έγκαιρη (πρώιμη) διάγνωση του καρκίνου. Και ακόμα ειδικότερα τα ερωτήματα αφορούν τον πληθυσμιακό έλεγχο, δηλαδή τον οργανωμένο έλεγχο μεγάλης μερίδας ενός πληθυσμού (π.χ. ενός νομού, μιας πόλης ή των γυναικών ενός κράτους). Αυτού του είδος ο έλεγχος απαιτεί δαπάνη μεγάλων οικονομικών πόρων και χρησιμοποίηση ικανού αριθμού ανθρώπινου δυναμικού. Σε αυτή την περίπτωση είναι λογικό και ηθικό να αναρωτηθεί ο καθένας (ακόμα περισσότερο οι αρμόδιες αρχές) ποια είναι η αποτελεσματικότερη πρακτική (που αποδίδει δηλαδή τα καλύτερα αποτελέσματα σε σχέση με το κόστος), γιατί τα χρήματα είναι γενικά περιορισμένα και η σόφρωνα διαχείριση επιβάλει την κατανομή τους για όλες τις ασθένειες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στη σύγχρονη κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση οι γυναίκες δεν πρέπει να ανησυχούν γιατί η επιστημονική συζήτηση και νηφάλια είναι και προσπαθεί (και το επιτυγχάνει) να έχει ως προτεραιότητα την υγεία των πολιτών με τον πιο αποτελεσματικό και οικονομικά βιώσιμο τρόπο.
Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων καρκίνου του μαστού ισχύει πως όσο πιο μικρός είναι αυτός σε μέγεθος όταν ανακαλύπτεται, τόσο πιο μεγάλες είναι οι πιθανότητες επιτυχίας των θεραπειών.
Ένας όγκος στο μαστό γίνεται συνήθως αντιληπτός με την ψηλάφηση όταν αποκτήσει μέγεθος τουλάχιστον ενός εκατοστού. Με τη μαστογραφία, όμως, μπορεί να γίνουν αντιληπτοί όγκοι μεγέθους λίγων χιλιοστών, όσο ένα κόκκος ρυζιού. Έχει υπολογιστεί ότι στην εποχή μας το 30% των καρκίνων διαγνώσκεται μόνο από τη μαστογραφία.
Επίσης, οι αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς θεωρούν ότι η μεγάλη συμμετοχή γυναικών στους τακτικούς προσυμπτωματικούς πληθυσμιακούς ελέγχους με μαστογραφία αποτελεί βασικό παράγοντα που συνέβαλε στην μείωση των ποσοστών θνητότητας των γυναικών από καρκίνο του μαστού τα τελευταία χρόνια (ιδίως στις χώρες που έχουν οργανωμένα προγράμματα ποληθυσμιακού ελέγχου ή υψηλό ποσοστό γυναικών που κάνουν προληπτικές μαστογραφίες).
Όχι. Η μαστογραφία δεν προλαμβάνει την εμφάνιση του καρκίνου, αλλά – όπως έχει αναφερθεί- απλά βοηθά να ανακαλυφθεί ο καρκίνος πολύ νωρίτερα από το χρόνο που αυτός θα γινόταν αντιληπτός από την ίδια τη γυναίκα, τον σύντροφο ή το γιατρό της. Έχει υπολογιστεί ότι η μαστογραφία μπορεί να διαγνώσει τον καρκίνο ενάμισι έως δύο χρόνια νωρίτερα απο τότε που αυτό θα γινόταν αντιληπτός με κάποιο σύμπτωμα.
Αυτή η πρωϊμότερη διάγνωση επιτρέπει να είναι πιο επιτυχής η θεραπεία, ενώ ταυτόχρονα μειώνει σημαντικά τις πιθανότητες να χρειαστεί η γυναίκα να υποβληθεί σε μεγάλη επέμβαση , δηλαδή αφαίρεση του μαστού της (μαστεκτομή).
Αυτό είναι ένα θέμα για το οποίο δεν υπάρχει ομοφωνία. Υπάρχουν επιστημονικές εταιρείες και φορείς υγειονομικής περίθαλψης που συνιστούν τον τακτικό μαστογραφικό έλεγχο από την ηλικία των 40 ετών και υπάρχουν φορείς και επιστήμονες που εκτιμούν ότι είναι ωφελιμότερο να αρχίζουν οι προληπτικοί έλεγχοι από την ηλικία των 50 ετών.
Η διχογνωμία δεν αφορά την ατομική περίπτωση της κάθε γυναίκας, αλλά τα προγράμματα πληθυσμιακού ελέγχου, δηλαδή την οργανωμένη εξέταση μεγάλου αριθμού γυναικών. Και οι δύο τακτικές διαθέτουν ισχυρά επιχειρήματα που δεν επιτρέπουν ακόμα να δοθεί οριστική απάντηση. Αυτό αναμένεται να γίνει τα επόμενα χρόνια, όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές έρευνες, που για να είναι αξιόπιστες απαιτούν και χρόνο πολύ και μεγάλο αριθμό γυναικών υπό παρακολούθηση.
Έως τότε, η Ε.Α.Ε σε συμφωνία με άλλες διεθνείς οργανώσεις συνιστά στις γυναίκες να αρχίζουν τον προληπτικό έλεγχο με κλινική εξέταση από γιατρό και την προληπτική εξέταση με μαστογραφία από την ηλικία των 40 ετών. Στη συνέχεια , σε συνεννόηση με τον γιατρό τους να καταστρώνουν το ατομικό πλάνο της τακτικής προληπτικής παρακολούθησης τους, η οποία περιλαμβάνει την μαστογραφία, ενώ σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν βοηθητικά και άλλες εξετάσεις (κυρίως υπερηχογράφημα και σπανιότερα μαγνητική τομογραφία).
Οι γυναίκες που έχουν επιβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό ή υπόκεινται στην επίδραση παραγόντων που ευνοούν την εμφάνιση του καρκίνου του μαστού, πρέπει να αρχίζουν τις τακτικές προληπτικές εξετάσεις από μικρότερη ηλικία (συνήθως από τα 35).
Η προσπάθεια του κράτους να οργανώσει πληθυσμιακό μαστογραφικό έλεγχο για όλες τις Ελληνίδες από την ηλικία των 50 ως την ηλικία των 70 ετών, με το πρόγραμμα “Φώφη Γεννηματά”, είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, αρκεί να έχει συνέχεια (που συνήθως δεν επιτυγχάνεται όταν στηρίζεται η χρηματοδότηση για λίγα χρόνια από ξένες πηγές – Ε.Ε.).
Οι έρευνες για τον πληθυσμιακό έλεγχο που έχουν γίνει ως σήμερα, δεν έχουν περιλάβει γυναίκες αυτής της ηλικίας ή μεγαλύτερες.
Η Ε.Α.Ε. συμφωνεί και συστήνει να συνεχίζεται ο τακτικός προληπτικός μαστογραφικός έλεγχος στις ηλικιωμένες γυναίκες, εφ ’όσον αυτές έχουν καλή υγεία και επαρκές προσδόκιμο ζωής.
Ο καρκίνος του μαστού εμφανίζεται συχνότερα στις μεγάλης ηλικίας γυναίκες. Η έγκαιρη ανακάλυψη του σ’ αυτές τις γυναίκες μπορεί να οδηγήσει σε καλά αποτελέσματα και να τους προσφέρει περισσότερα χρόνια ζωής.
Και σ΄ αυτό το θέμα υπάρχει διχογνωμία. Ορισμένες επιστημονικές εταιρείες και φορείς συνιστούν η τακτική μαστογραφία να γίνεται κάθε χρόνο, άλλες υποστηρίζουν να γίνεται κάθε δύο χρόνια, ενώ αλλού εφαρμόζονται προγράμματα πληθυσμιακού ελέγχου με μαστογραφίες ανά τριετία.
Και σε αυτή την περίπτωση η συζήτηση για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αφορούν την εφαρμογή της μαστογραφίας για πληθυσμιακά προγράμματα.
Η Ε.Α.Ε. συστήνει τον πληθυσμιακό έλεγχο με μαστογραφία κάθε δύο έτη.
Για την κάθε ατομική περίπτωση, όμως, ο θεράπων γιατρός είναι σε θέση να επιλέξει το καταλληλότερο χρονικό διάστημα για την επανάληψη της προληπτικής μαστογραφίας (ένα ή δύο έτη). Συνήθως οι Έλληνες γιατροί συστήνουν τον ετήσιο έλεγχο.
Η ιατρική επιστήμη βασίζει τις επιλογές της σε έρευνες που γίνονται κάτω από την τήρηση αυστηρών επιστημονικών κανόνων. Στην ιατρική η απλή υπόθεση ή η προσωπική εκτίμηση δεν αποτελούν επαρκή αιτιολόγηση επιλογών και παρεμβάσεων.
Πριν λίγα χρόνια δημιουργήθηκαν κάποιες αμφιβολίες για τα ευεργετικά αποτελέσματα του πληθυσμιακού ελέγχου με μαστογραφία, όταν δύο ερευνητές δημοσίευσαν μία μελέτη τους στην οποία ασκούσαν αρκετά βάσιμη κριτική για την ορθότητα της μεθοδολογίας και των αποτελεσμάτων των παλαιότερων ερευνών που είχαν γίνει και έδειχναν πολύ εξαιρετικά αποτελέσματα από τους προληπτικούς πληθυσμιακούς ελέγχους με μαστογραφία.
Η ευρεία διεθνής εμπειρία και οι μελέτες που δημοσιεύθηκαν στη συνέχεια (και στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν πιο αυστηρά επιστημονικά κριτήρια), επιβεβαίωσαν με αρκετή σταθερότητα την ωφελιμότητα της μαστογραφίας, αλλά και πάλι, καθώς το θέμα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον για την γυναικεία υγεία, εμφανίζονται μελέτες που αμφισβητούν την ωφελιμότητα της, για να υποβληθούν στη συνέχεια σε αυστηρή κριτική για το πόσο σωστά διεξήχθησαν κ..ο.κ..
Συμπερασματικά : η εκτίμηση για την αξία του προληπτικού ελέγχου δεν έχει αμφισβητηθεί από καμία μεγάλη επιστημονική οργάνωση και κυβερνητική υπηρεσία διεθνώς.
Όχι. Κατ’ αρχάς ο καρκίνος δεν είναι μία ασθένεια που μέσα σε έξι μήνες θα εμφανιστεί και θα γίνει ορατή σε μαστογραφία. Ο καρκίνος είναι μία ασθένεια που εξελίσσεται για μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου γίνει αντιληπτός. Ένα υποθετικό κέρδος έξι μηνών στη διάγνωση με μαστογραφία δεν θα έκανε τη θεραπεία πιο αποτελεσματική, ενώ παράλληλα θα οδηγούσε σε αναίτια έκθεση των γυναικών σε ακτινοβολία και σε σπατάλη οικονομικών πόρων.
Στο μαστογραφικό έλεγχο λαμβάνονται δύο λήψεις από κάθε μαστό. Για την αναγνώριση κάποιου μη φυσιολογικού ευρήματος είναι αναγκαίο να συγκριθεί η εικόνα του ενός μαστού με εκείνη του άλλου. Εκτός αυτού και ο μαστός χωρίς προβλήματα κατά την κλινική εξέταση θα πρέπει να ελέγχεται γιατί μπορεί να έχει κάποιο πρόβλημα μη εμφανές ούτε στην γυναίκα ούτε στην κλινική εξέταση (π.χ. μικροαποτιτανώσεις, μικρός όγκος) .
Οι λόγοι που ο γιατρός αποφάσισε να συμπληρώσει την κλινική εξέταση με το υπερηχογράφημα και όχι με μαστογραφία είναι : α) Το στήθος σ΄αυτή την ηλικία είναι πολύ πυκνό, γεγονός που δυσκολεύει την σωστή ανάγνωση της μαστογραφίας για την ανακάλυψη κάποιας βλάβης β) η πολύ μικρή πιθανότητα που υπάρχει να εμφανιστεί καρκίνος σ’ αυτή την ηλικία καρκίνος, γ) η αποφυγή ακτινοβόλησης, επειδή είναι περισσότερο επικίνδυνη σε νέα άτομα και, τέλος, δ) η καλή ικανότητα διάγνωσης των παθήσεων αυτής της ηλικίας με το υπερηχογράφημα.
Οι μαστογραφίες πρέπει να γίνονται σύντομα, αν απ’ αυτές εξαρτάται η διάγνωση κάποιας πάθησης, ιδιαίτερα του καρκίνου. Αν η μαστογραφία γίνεται για προσυμπτωματικό έλεγχο (προληπτική μαστογραφία), μία λογική – ανεκτή- καθυστέρηση δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις και η γυναίκα μπορεί να περιμένει εφ’ όσον εμπιστεύεται το συγκεκριμένο τμήμα. Αν, όμως, η γυναίκα έχει πολύ άγχος και αγωνία για το πιθανό αποτέλεσμα, τότε καλό είναι να μην περιμένει και να αναζητήσει κάποιο άλλο τμήμα μαστογραφίας με πιο σύντομα ραντεβού.