Πρίν από ένα χρόνο η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία είχε αμφισβητήσει τη χρησιμότητα της κλινικής εξέτασης για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού.
Τώρα μία μελέτη χρησιμοποιώντας εθνικά αρχεία συνέλεξε στοιχεία δύο ετών με ασθενείς που είχαν εμφανίσει καρκίνο του μαστού και αναζητήθηκε σε όσες εμφάνισαν τοπικο-περιοχική υποτροπή μετά από επέμβαση διατήρησης του μαστού με ποιο τρόπο έγινε αυτή αντιληπτή.
Από τις 4.854 ασθενείς τοπικο-περιοχική υποτροπή εμφάνισαν οι 265 (το 5,5%). Συνολικά το 48% των υποτροπών ανακαλύφθηκε με τη μαστογραφία σε ασυμπτωματικές ασθενείς, το 29% από τις ίδιες τις ασθενείς και 10% από την κλινική εξέταση.
Κάνοντας αναγωγή στο συνολικό αριθμό των ασθενών ( τις 4.854), οι μελετητές επισημαίνουν ότι τελικά η κλινική εξέταση ωφέλησε μόνο το 0.5% των ασθενών, και επομένως η ιδιαίτερη σημασία που δίνεται στην κλινική εξέταση κατά την μεταθεραπευτική παρακολούθηση δεν επαληθεύεται. Άρα αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη για αλλαγή του τρόπου που οργανώνεται ο έλεγχος, ιδίως στις σημερινές συνθήκες.
Νομίζω πως μία τέτοια προτροπή είναι μη εμπεριστατωμένη. Από το σύνολο των ασθενών στο χρονικό διάστημα παρακολούθησης η συντριπτική πλειοψηφία δεν εμφάνισε υποτροπή (και ήταν αναμενόμενο). Το μικρό ποσοστό υποτροπών θα μας οδηγήσει σε παρόμοιο συμπέρασμα, πως δηλ. δεν είναι χρήσιμη ή αποδοτική η παρακολούθηση γενικώς;
Η φροντίδα της κάθε ασθενούς είναι πρωταρχική και δεν μπορούμε να της την στερήσουμε εξαιτίας ποσοστώσεων στο σύνολο.
Εξάλλου, τόσο για τη παραπομπή σε μαστογραφία, όσο και για τη διερεύνηση του ευρήματος που μόνες τους ανακάλυψαν οι ασθενείς χρειάζεται η κλινική παρέμβαση. Οπότε προς τι η σχετική συζήτηση;
Πηγή: http://link.springer.com/article/10.1245%2Fs10434-016-5483-x