Είναι ευρέως αποδεκτό ότι είναι πάντα καλύτερο να ανακαλύπτεται ο καρκίνος του μαστού όσο το δυνατόν νωρίτερα, οπότε είναι λιγότερο πιθανό να έχει εξαπλωθεί σε άλλα σημεία του σώματος και μπορεί να αντιμετωπιστεί με λιγότερο επιθετική θεραπεία.
Και οι μελέτες έχουν δείξει ότι η τακτική προληπτική μαστογραφία μειώνει τους θανάτους από καρκίνο του μαστού σε γυναίκες ηλικίας 40 έως 75 ετών.
Όμως, ο προληπτικός έλεγχος έχει και μειονεκτήματα, στα οποία περιλαμβάνεται ο κίνδυνος υπερδιάγνωσης και υπερθεραπείας .
Μια νέα μελέτη δείχνει ότι ο κίνδυνος υπερδιάγνωσης με την τακτική προληπτική μαστογραφία δεν είναι ασήμαντος για τις γυναίκες ηλικίας 70 ετών και άνω. Και αυτός ο κίνδυνος υπερδιάγνωσης κλιμακώνεται με την αύξηση της ηλικίας και την ύπαρξη και άλλων προβλημάτων υγείας, σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύθηκαν στις 8 Αυγούστου στο περιοδικό Annals of Internal Medicine.
Η έννοια της υπερδιάγνωσης είναι δύσκολη. Δεν αναφέρεται μόνο στα ψευδώς θετικά αποτελέσματα – δηλαδή αποτελέσματα εξετάσεων που δείχνουν πως πιθανόν μια ύποπτη μάζα είναι καρκίνος, ενώ οι περαιτέρω εξετάσεις δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Όμως, στην υπερδιάγνωση ανήκουν και οι περιπτώσεις που μία διαγνωστική εξέταση βρίσκει έναν πραγματικό καρκίνο, όμως, πρόκειται για έναν καρκίνο που θα αναπτυχθεί πολύ αργά -ή και καθόλου- και δεν θα προκαλέσει ποτέ προβλήματα κατά τη διάρκεια της ζωής αυτού/ης που τον έχει.
Η θεραπεία για τέτοιους καρκίνους θα ήταν, εξ’ ορισμού, περιττή. Αλλά δεδομένου ότι δεν υπάρχει επί του παρόντος κανένας τρόπος να καταλάβουμε ποιοι καρκίνοι του μαστού που βρέθηκαν στις προληπτικές μαστογραφίες θα αναπτυχθούν και πόσο γρήγορα, οι γυναίκες που έχουν τέτοιους καρκίνους υποβάλλονται σχεδόν πάντα σε χειρουργική επέμβαση και μερικές φορές σε πρόσθετες θεραπείες.
Επειδή οι ηλικιωμένες ή οι γυναίκες με εύθραυστη υγεία είναι πιθανότερο να έχουν μικρότερη εναπομένουσα διάρκεια ζωής, το θέμα της υπερδιάγνωσης έχει οδηγήσει μερικές φορές σε έντονη συζήτηση σχετικά με το αν είναι σκόπιμο να ελέγχονται αυτές οι γυναίκες για καρκίνο του μαστού.
“Η πρόταση ότι ο έλεγχος μπορεί να μην είναι χρήσιμος [για ορισμένα άτομα] είναι δύσκολη”, δηλώνει η Ilana Richman, M.D, από την Ιατρική Σχολή του Yale, η οποία ηγήθηκε της νέας μελέτης, “Δεν θέλουμε οι ασθενείς μας να νομίζουν ότι τους εγκαταλείπουμε, ενώ αυτό που πραγματικά επιδιώκουμε είναι ακριβώς το αντίθετο – να επικεντρωθούμε στη φροντίδα που βελτιώνει την ποιότητα ζωής αποφεύγοντας εξετάσεις που είναι απίθανο να είναι ωφέλιμες”.
“Συχνά μπορεί να χρειαστούν 10, 20, ακόμη και 30 χρόνια ένας αργά αναπτυσσόμενος καρκίνος του μαστού να προκαλέσει βλάβη “, πρόσθεσε η Mara Schonberg, M.D, από το Beth Israel Deaconess Medical Center, η οποία δεν συμμετείχε στη νέα μελέτη. “Έτσι, για τις ηλικιωμένες γυναίκες με μη ευνοϊκές συνθήκες υγείας, με αδυναμία, η διάγνωση του καρκίνου του μαστού και η θεραπεία του [μπορεί] να προκαλέσει μόνο πρόσθετα προβλήματα”.
Δημιουργία ενός μοντέλου για την μαστογραφία σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.
Οι αυστηρές κλινικές μελέτες για την αξιολόγηση της ικανότητας των εξετάσεων προσυμπτωματικού ελέγχου του καρκίνου να σώζουν ζωές ακολουθούν όλες παρόμοιο σχεδιασμό, εξήγησε ο Δρ Ρίτσμαν. Περιλαμβάνουν έναν μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων, οι οποίες τυχαία επιλέγουν να υποβληθούν ή όχι σε τακτικό προληπτικό έλεγχο. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες αυτοί παρακολουθούνται για πολλά χρόνια, για να διαπιστωθεί εάν με την πάροδο του χρόνου υπάρχουν λιγότεροι θάνατοι από καρκίνο στην ομάδα που υποβλήθηκε σε τακτικό έλεγχο.
Οι διαφορές στον αριθμό των καρκίνων που διαπιστώνονται σε αυτές τις μελέτες ανάμεσα στις δύο ομάδες πληθυσμού δεν παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του προσυμπτωματικού ελέγχου, επειδή πάντα θα βρεθούν περισσότεροι καρκίνοι αν κάποιος τους αναζητήσει. Στην πραγματικότητα, εάν μια μελέτη διαπιστώσει πολύ περισσότερους καρκίνους σε άτομα που υποβάλλονται σε προληπτικό έλεγχο, αλλά καμία μείωση των θανάτων από καρκίνο, αυτό είναι περισσότερο πιθανό να αποτελεί ένδειξη υπερδιάγνωσης παρά οποιουδήποτε οφέλους από τον προληπτικό έλεγχο.
Μελέτες που διεξήχθησαν τις τελευταίες δεκαετίες διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες ηλικίας 40 έως 74 ετών που ελέγχονται τακτικά για καρκίνο του μαστού έχουν μικρό αλλά σημαντικά μειωμένο κίνδυνο να πεθάνουν από τη νόσο . Αλλά οι αυστηρά διοργανωμένες μελέτες δεν έχουν συμπεριλάβει γυναίκες άνω των 75 ετών, δήλωσε ο Δρ Ρίτσμαν.
Για να προσεγγίσουν μια τέτοια μελέτη, η Dr. Richman και οι συνεργάτες της χρησιμοποίησαν δεδομένα από περισσότερες από 50.000 γυναίκες που ήταν εγγεγραμμένες στο Medicare (ασφάλιση στις Η.Π.Α.) και των οποίων τα αρχεία συνδέθηκαν με τη βάση δεδομένων επιτήρησης, επιδημιολογίας και τελικών αποτελεσμάτων (SEER) του NCI ( Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου). Όλες είχαν υποβληθεί σε προληπτική μαστογραφία το 2002. Καμία δεν είχε εμφανίσει καρκίνο του μαστού και όλες ήταν ηλικίας 70 ετών και άνω την 1η Ιανουαρίου 2003.
Οι ερευνητές χώρισαν τις γυναίκες σε δύο ομάδες με βάση το αν είχαν υποβληθεί σε άλλη μαστογραφία προσυμπτωματικού ελέγχου κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα 3 χρόνια. Αυτό τους επέτρεψε να μιμηθούν τον τρόπο με τον οποίο θα χωρίζονταν οι συμμετέχουσες σε μια κλινική δοκιμή, με τις μισές να έχουν οριστεί να συνεχίσουν τον έλεγχο και οι άλλες μισές να μην έχουν περαιτέρω έλεγχο.
Στη συνέχεια συνέκριναν πόσες γυναίκες διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού (επίπτωση) και πόσες πέθαναν από καρκίνο του μαστού κατά το υπόλοιπο της ζωής τους.
Αύξηση της ηλικίας, αύξηση του κινδύνου υπερδιάγνωσης.
Οι γυναίκες παρακολουθήθηκαν μέχρι το 2017 ή μέχρι να διαγνωστούν με καρκίνο του μαστού ή να πεθάνουν. Συνολικά, οι γυναίκες της μελέτης ηλικίας 70 έως 74 ετών παρακολουθήθηκαν για διάμεση διάρκεια σχεδόν 14 ετών, εκείνες ηλικίας 75 έως 84 ετών για διάμεση διάρκεια 10 ετών και εκείνες ηλικίας 85 ετών και άνω για διάμεση διάρκεια περίπου 5,5 ετών.
Περισσότεροι καρκίνοι εντοπίστηκαν στις γυναίκες που συνέχισαν τον έλεγχο – για παράδειγμα, μεταξύ των γυναικών ηλικίας 70 έως 74 ετών, καρκίνοι εντοπίστηκαν σε περίπου 6 από τις 100 γυναίκες κατά την περίοδο παρακολούθησης, ενώ εντοπίστηκαν σε περίπου 4 από τις 100 γυναίκες που δεν υποβλήθηκαν σε έλεγχο.
Ωστόσο, οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν διαφορές μεταξύ των ομάδων στον αριθμό των καρκίνων που διαγνώστηκαν σε πιο προχωρημένα στάδια, τα οποία είναι πιο πιθανό να είναι θανατηφόρα, ή στους θανάτους από καρκίνο του μαστού. Είδαν διαφορά στον αριθμό των καρκίνων που εντοπίστηκαν σε προγενέστερο στάδιο, αλλά αυτό δεν μεταφράστηκε σε μείωση των θανάτων από καρκίνο του μαστού.
Με βάση τις διαφορές στις διαγνώσεις μεταξύ των δύο ομάδων, οι ερευνητές εκτίμησαν ότι, μεταξύ των γυναικών ηλικίας 70 έως 74 ετών που διαγνώστηκαν με καρκίνο του μαστού με τη μαστογραφία προσυμπτωματικού ελέγχου, περίπου το 31% θα ήταν υπερδιαγνωσμένες. Αυτές οι εκτιμήσεις υπερδιάγνωσης αυξήθηκαν στο 47% για τις γυναίκες ηλικίας 75 έως 84 ετών και σε ποσοστό άνω του 50% για ορισμένες γυναίκες που είχαν προσδόκιμο ζωής μικρότερο των 5 ετών (με βάση την ηλικία τους και την όλη κατάσταση υγείας τους).
Το κύριο μήνυμα της μελέτης δεν θα πρέπει να είναι τα ακριβή ποσοστά υπερδιάγνωσης, καθώς αυτά μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την εκτίμησή τους, δήλωσε η Natasha Stout, Ph.D., του Τμήματος Ελέγχου του Καρκίνου και Πληθυσμιακών Επιστημών του NCI, η οποία δεν συμμετείχε στη μελέτη.
“Και είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η υπερδιάγνωση είναι κάτι που μπορείτε να μετρήσετε μόνο κοιτάζοντας πίσω, σε επίπεδο πληθυσμού. Ποτέ δεν μπορείτε να πείτε, για οποιαδήποτε μεμονωμένη γυναίκα, αν έγινε υπερδιάγνωση”, πρόσθεσε ο Δρ Stout.”Αλλά σε όλες τις μελέτες, οι αριθμοί [υπερδιάγνωσης] είναι αρκετά μεγάλοι ώστε να είναι αρκετά σημαντικοί για τις γυναίκες” ηλικίας 70 ετών και άνω συνολικά, είπε.:”Πρέπει να σκεφτόμαστε την υπερδιάγνωση ως πιθανή παρενέργεια από τα διαγνωστικά τεστ γενικά και οι άνθρωποι πρέπει να είναι ενήμεροι [γι’ αυτό]”.
Δύσκολες συζητήσεις για τη μαστογραφία.
Τα αποτελέσματα της νέας μελέτης υπογραμμίζουν την ανάγκη να συζητείται μεταξύ των ηλικιωμένων γυναικών και των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης το θέμα σχετικά με τα πιθανά οφέλη και τις βλάβες της συνέχισης της προληπτικής μαστογραφίας.
“Αυτές οι συζητήσεις δεν είναι εύκολες”, δήλωσε ο Δρ Stout. Από τη φύση τους, περιλαμβάνουν μια συζήτηση για το προσδόκιμο ζωής και το θάνατο, εξήγησε, η οποία μπορεί να είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί με ευαίσθητο τρόπο.
“Αλλά [αυτές οι συζητήσεις] δεν έχουν να κάνουν με την εγκατάλειψη των ανθρώπων, με κανέναν τρόπο. Έχουν να κάνουν με το να μην κάνουμε κακό όταν μια εξέταση είναι απίθανο να φανεί χρήσιμη”, δήλωσε ο Δρ Ρίτσμαν.
Και οι πιθανές βλάβες της υπερδιάγνωσης μπορεί να είναι σημαντικές.
Όταν ο καρκίνος, ακόμη και ένας πολύ μικρός και διαπιστώνεται σε μια διαγνωστική μαστογραφία, “οι περισσότερες από αυτές τις γυναίκες υποβάλλονται σε χειρουργικές επεμβάσεις, ορισμένες θα υποβληθούν σε ακτινοθεραπεία, ένα μικρότερο ποσοστό θα υποβληθεί σε χημειοθεραπεία”, εξήγησε ο Δρ Ρίτσμαν. “Ακόμα και μετά από κάτι όπως η ογκεκτομή, οι ηλικιωμένες γυναίκες κινδυνεύουν να εμφανίσουν μετά το χειρουργείο λειτουργική έκπτωση. Αυτό μπορεί να τις πάει πίσω όσον αφορά το πόσα μπορούν να κάνουν για τον εαυτό τους”. “Αλλά οι άνθρωποι δίνουν διαφορετικές αξίες σε διαφορετικά πιθανά αποτελέσματα για την υγεία”, πρόσθεσε. “Υπάρχουν γκρίζες ζώνες στις αποφάσεις σχετικά με τον προσυμπτωματικό έλεγχο και οι γυναίκες στα 70 τους χρόνια αποτελούν ιδανικό παράδειγμα”, είπε.
“Έχουμε δεδομένα που δείχνουν ότι ο έλεγχος είναι χρήσιμος [για αυτές τις γυναίκες]. Αλλά πιθανώς υπάρχει και υπερδιάγνωση. Επομένως, είναι σημαντικό για τους κλινικούς γιατρούς που μιλούν στους ηλικιωμένους ασθενείς τους να αναγνωρίζουν ότι αυτά τα δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν ταυτόχρονα”, συνέχισε η Δρ Ρίτσμαν, και ότι διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να κάνουν διαφορετικές επιλογές σχετικά με τη συνέχιση ή τη διακοπή του ελέγχου.
Μπορούν ορισμένες γυναίκες να υποβληθούν σε λιγότερη θεραπεία;
Οι Δόκτορες Schonberg και Stout έχουν αναπτύξει ένα ηλεκτρονικό βοήθημα συζήτησης για να βοηθήσουν τους γιατρούς και τις ηλικιωμένες γυναίκες να κάνουν αυτές τις δύσκολες συζητήσεις.
Το εργαλείο έχει σχεδιαστεί για να χρησιμοποιείται εντός του περιορισμένου χρόνου που διατίθεται για μια επίσκεψη ευεξίας, εξήγησαν, αλλά με τρόπο που εξακολουθεί να λαμβάνει υπόψη τις ατομικές ανησυχίες και αξίες. Σε αυτές περιλαμβάνεται το γεγονός ότι ορισμένες γυναίκες, λόγω παραγόντων κινδύνου, όπως το οικογενειακό ιστορικό ή η πυκνότητα του μαστού, θα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού από άλλες.
“Το βοήθημα συζήτησης βρίσκεται επί του παρόντος υπό δοκιμή, αλλά ελπίζουμε ότι η ύπαρξη αυτού του είδους του εργαλείου θα αντιμετωπίσει ορισμένα από τα εμπόδια σε αυτές τις συζητήσεις”, δήλωσε ο Δρ Schonberg.
Χρειάζονται επίσης μέθοδοι για να καθοριστεί ποιοι καρκίνοι που εντοπίζονται κατά τον έλεγχο μπορεί να είναι ανήκουν στους πολύ αργά αναπτυσσόμενους -και μπορούν ενδεχομένως να παρακολουθούνται απλώς ή να αντιμετωπίζονται μόνο με ορμονοθεραπεία-, έγραψαν οι Otis Brawley, M.D., και Rohan Ramalingam, M.D., της Ιατρικής Σχολής Johns Hopkins, σε ένα κύριο άρθρο που συνοδεύει τη νέα μελέτη. Αυτό περιλαμβάνει τον εντοπισμό πιθανών μοριακών χαρακτηριστικών αυτών των αργά αναπτυσσόμενων καρκίνων, έγραψαν, παρόμοια με ό,τι γίνεται ήδη για τον εντοπισμό των καλύτερων θεραπειών για συγκεκριμένες μορφές καρκίνου του μαστού.
[Πηγή: https://www.cancer.gov/news-events/cancer-currents-blog/2023/mammography-older-women-breast-cancer-overdiagnosis]