Εδώ θα βρείτε ταξινομημένες σε κατηγορίες τις καλοήθεις παθήσεις του μαστού και στη συνέχεια τον αλφαβητικό κατάλογο τους. Σύντομη ενημέρωση για κάθε μία από τον κατάλογο θα έχετε, κάνωντας “κλικ” με το αριστερό κουμπί του “ποντικιού” πάνω στη λέξη που επιλέξατε. Για περισσότερες πληροφορίες αναζητήστε την πάθηση στο σχετικό κεφάλαιο στο οποίο έχει ταξινομηθεί. Επίσης, επειδή συχνά άλλαζε η ονοματολογία των παθήσεων αυτών, υπάρχει και ένας κατάλογος των συνηθέστερων παλαιότερων όρων ( συνώνυμα).
Τέλος στο τέλος της σελίδας υπάρχει ένας πίνακας που δείχνει συγκεντρωτικά το σχετικό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου όταν υπάρχει κάποια καλοήθη πάθηση.
Συγγενείς ανωμαλίες θηλής και μαστών
Συγγενείς ανωμαλίες θηλής και μαστών
- Πολυθηλία ή υπεράριθμη/ες θηλή/ες
- Αθηλία
- Αμαστία – Υποπλασία – Σωληνωτοί μαστοί
- Ανισομαστία
- Έκτοπος μαστός
- Γιγαντομαστία (Υπερτροφία)
- Δυσμορφίες θωρακικού τοιχώματος (συν. Polland)
Συχνότερες καλοήθεις παθήσεις μαστού
ΚΥΡΙΑ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΣΤΟ:
(Αναλυτικότερα γι΄αυτά στο σχετικό κεφάλαιο με τίτλο “Γενικά”)
- Ψηλαφητή μάζα
- Πόνος
- Ρύση θηλής (Εκροή υγρού από τη θηλή)
- Εισολκή θηλής (τράβηγμα της θηλής προς τα μέσα)
- Ερυθρότητα δέρματος
- Εισολκή δέρματος
- Αλλαγές εμφάνισης δέρματος
ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΩΜΑΛΙΕΣ (Ανάπτυξης και διάπλασης)
- Πολυμαστία
- Πολυθηλία
- Αμαστία – Αθηλία -Υπομαστία
- Δυσμορφίες θωρακικού τοιχώματος (Σύνδρομο Polland)
ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΡΟΦΗΣ
- Νεανική Υπερτροφία (Γιγαντομαστία)
- Ινοαδένωμα
ΟΖΩΔΕΙΣ ΜΑΣΤΟΙ – ΙΝΟΚΥΣΤΙΚΕΣ ΑΛΛΟΙΩΣΕΙΣ
- Κύστεις
- Σκληρυντικές αλλοιώσεις
- Πορεκτασία
- Επιθηλιακή υπερπλασία
ΓΥΝΑΙΚΟΜΑΣΤΙΑ
ΚΑΛΟΗΘΗ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΑ
- Θήλωμα πόρων
- Λίπωμα
- Αιμάτωμα
- Νέκρωση λίπους
- Σαρκοείδωση
ΦΛΕΓΜΟΝΕΣ ΜΑΣΤΟΥ
- Νεογικού μαστού
- Φλεγμονή σε μαστό θηλάζουσας γυναίκας
- Φλεγμονή σε γυναίκες που δεν θηλάζουν
- Περιθηλαία φλεγμονή
- Συρίγγιο γαλακτοφόρου πόρου
- Περιφερικό απόστημα
- Δερματικές φλεγμονές
- Ειδικές φλεγμονές (Φυματίωση, ακτινομυκητίαση, σύφιλις κ.λ.π.)
Αλφαβητικό ευρετήριο
Η ΣΧΕΣΗ ΚΑΛΟΗΘΩΝ ΠΑΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΚΑΡΚΙΝΟΥ
Οι καλοήθεις βλάβες του μαστού διακρίνονται σε τρεις βασικές κατηγορίες: α) στις μη υπερπλαστικές αλλοιώσεις, β) στις υπερπλαστικές αλλοιώσεις χωρίς ατυπία και γ) στις υπερπλαστικές αλλοιώσεις με ατυπία.
(ΥΠΕΡΠΛΑΣΊΑ= αυξημένος αριθμός, περισσότερος του φυσιολογικού, κυττάρων σε μία περιοχή του μαστού)
Αυτός ο διαχωρισμός στηρίζεται στην ιστολογική εικόνα των βλαβών αυτών καθώς και στον σχετικό κίνδυνο ανάπτυξης μελλοντικά καρκίνου του μαστού στις ασθενείς που εμφανίζουν αυτού τους τύπου τις αλλοιώσεις.
Οι μη υπερπλαστικές αλλοιώσεις έχουν ελάχιστο έως καθόλου αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού καθώς και ελάχιστο κίνδυνο να ανακαλυφθεί καρκίνος στη χειρουργική εξαίρεση τους (να “αναβαθμιστεί” διαγνωστικά η ταυτότητα τους), οπότε γενικά γι΄αυτές συνιστάται η συνήθηςπαρακολούθηση (π.χ. οι απλές κύστεις και οι μη υπερπλαστικές ινοκυστικές αλλοιώσεις).
Οι γυναίκες με υπερπλαστικές αλλοιώσεις χωρίς ατυπία (συμπεριλαμβανομένων ορισμένων ινοεπιθηλιακών αλλοιώσεων, θηλώδεις αλλοιώσεις,κ.α) έχουν έναν ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο (σχετικός κίνδυνος περίπου 2,0) για μελλοντική εμφάνιση καρκίνου του μαστού.
Οι υπερπλαστικές αλλοιώσεις με ατυπία έχουν υψηλότερο σχετικό κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του μαστού στο μέλλον, οπότε οι αλλοιώσεις αυτές θεωρούνται κλινικά υψηλού κινδύνου (και χαρακτηρίζονται τα τελευταία χρόνια ως Β3 αλλοιώσεις).
Επεξηγήσεις:
Σχετικός κίνδυνος ( Relative Risk) είναι ένα μέτρο για το κατά πόσο ένας συγκεκριμένος παράγοντας (π.χ. μία καλοήθης πάθηση) συμβάλει στην εμφάνιση μίας ασθένειας (στην περίπτωση μας στον καρκίνο του μαστού).
Όταν ο σχετικός κίνδυνος είναι ίσος με το 1, αυτό σημαίνει ότι όσες γυναίκες έχουν την συγκεκριμένη πάθηση (παράγοντα ή χαρακτηριστικό) έχουν τις ίδιες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του μαστού με τις γυναίκες που δεν έχουν αυτόν τον παράγοντα (την πάθηση). Δηλ. δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος. Αυτός υπάρχει όταν η τιμή αυξηθεί και είναι μεγαλύτερη του 1. Όσο περισσότερη της μονάδας είναι η τιμή, τόσο ανάλογα είναι αυξημένη η πιθανότητα να εμφανίσει μία γυναίκα καρκίνο (μία καλοήθης πάθηση που έχει σχετικό κίνδυνο 2, σημαίνει ότι διπλασιάζει την πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού στις γυναίκες που την έχουν) .
Όταν η τιμή του σχετικού κινδύνου είναι κάτω από το 1, τότε η κατάσταση ή ο παράγοντας βοηθά να μειωθεί η πιθανότητα του καρκίνου.
Ο σχετικός κίνδυνος, όμως, αφορά ομάδες γυναικών και δεν είναι (δεν προσδιορίζει) τον ατομικό κίνδυνο κάθε γυναίκας.
Υπερπλαστική αλλοίωση υπάρχει όταν διαπιστώνεται αυξημένος, πέραν του φυσιολογικού, αριθμός κυττάρων, δείγμα παρέκκλισης από το φυσιολογικό καθώς υπάρχει αυξημένη πολλαπλασιαστική ικανότητα των κυττάρων. Αν η αύξηση του αριθμού αφορά τα κύτταρα που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά των πόρων, τότε πρόκειται για υπερπλασία των πόρων. Αν αυτή συνοδεύεται από διαφοροποίηση (αλλαγή – παραμόρφωση) των κυττάρων της χαρακτηρίζεται ως άτυπη υπερπλασία των πόρων.
Αν η αύξηση του αριθμού των κυττάρων αφορά αυτά που βρίσκονται στο εσωτερικό των κυψελίδων, τότε αυτή χαρακτηρίζεται ως λοβιακή υπερπλασία.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΑΚΩΝ Ή ΥΨΗΛΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΑΛΛΟΙΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΥ
Οι οριακές ή υψηλού κινδύνου αλλοιώσεις του μαστού (high-risk breast lesions – HRLs) είναι μια ετερογενής ομάδα μη κακοήθων αλλοιώσεων του μαστού που αφενός έχουν αυξημένο κίνδυνο να εξελιχθούν στο μέλλον σε καρκίνο ή έχει ήδη συμβεί αυτές κακοήθης εξαλλαγή τη στιγμή της αφαίρεσης τους.
Αυτές οι καλοήθειες δεν έχουν όλες την ίδια πιθανότητα (συχνότητα) να εμφανίσουν καρκίνο, είτε κατά τη διάγνωση είτε μελλοντικά. Η γενικευμένη πλέον χρήση των βιοψιών με ευρύστομη βελόνα, με ή χωρίς βοήθεια κενού ( Vacuum Assisted Biopsy -VAB) έχει δημιουργήσει μία σειρά από διλήματα με αυτές τις βλάβες που αφορούν είτε στο κατά πόσο έχει ληφθεί υλικό αντιπροσωπευτικό και έτσι είναι βέβαιη η διάγνωση τους ( δηλ. τόσο των ίδιων , όσο και να μην έχει επιτευχθεί η αφαίρεση προς εξέταση τυχόν συνυπάρχοντος καρκίνου), είτε από τα ιστολογικά χαρακτηριστικά τους προκύπτει με βάση τις μελέτες που έχουν γίνει αυξημένη πιθανότητα να “αναβαθμιστούν” σε κακοήθεια. Αυτές οι βλάβες προσδιορίζονται ως B3 βλάβες.
Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την ιστολογική κατηγοριοποίηση των δειγμάτων που προκύπτουν από αυτές τις ελάχιστα επεμβατικές βιοψίες.
Στις βλάβες τις κατηγορίας Β3 ανήκουν:
1, Βλάβες με αυξημένο κίνδυνο ή συνδεόμενες με μη διηθητικό ή διηθητικό καρκίνωμα
- Άτυπη υπερπλασία των πόρων ή άτυπη επιθηλιακή υπερπλασία τύπου πόρων (πιθανή και η ένταξη αυτών των βλαβών στην κατηγορία Β4, κάτι που εξαρτάται από την έκταση που καταλαμβάνουν).
- Επίπεδη επιθηλιακή υπερπλασία
- Λοβιακή Νεοπλασία (Λοβιακή Υπερπλασία και Λοβιακό μη διηθητικό καρκίνωμα*, μη διαφοροποίηση σύμφωνα με παλαιότερη ορολογία) κλασικού και μη κλασικού τύπου
- ‘Ατυπη αποκρινή αδένωση
2. Δυνητικά (πιθανές) ετερογενής βλάβες με κίνδυνο ατελούς δειγματοληψίας
- Κυτταροβριθής ινοεπιθηλιακή βλάβη ή φυλοειδής όγκος χωρίς ένδειξη κακοήθειας
- Ενδοπορικό θήλωμα με ή χωρίς ατυπία (πιθανόν και B4 βλάβη ανάλογως της έκτασης της).
- Ακτινωτή ουλή ή σύνθετη σκληρυντική βλάβη (εκτός και αν η ακτινωτή ουλή έχει ανακαλυφθεί μόνο μικροσκοπικά και όχι ακτινογραφικά, οπότε κατατάσσεται ως B2 βλάβη)
- Αιμαγγείωμα
3. Σπάνιες βλάβες
Αδενομυοεπιθηλιώμα, μικροαδενική αδένωση, αλλοιώσεις τύπου βλεννοκήλης, οζώδης περιτονιίτης, ινωμάτωση δεμοειδούς τύπου, βλάβη με ατρακτοειδή κύτταρα αγνώστου σημασίας
[* Όπως εξηγείται στο ειδικό για τη βλάβη κεφάλαιο η συγκεκριμένη αλλοίωση μπορεί να φέρει στον τίτλο της τον χαρακτηρισμό καρκίνος, αλλά περισσότερο θεωρείται ως μία ένδειξη αυξημένου κονδύνου ανάπτυξης καρκίνου στον ίδιο ή αστον άλλο μαστό.]
Οι Β3 βλάβες μπορεί, αν ακολουθήσει χειρουργική επέμβαση μετά τη βιοψία τους, να διαπιστωθεί ότι έχουν μετεξελιχθεί σε καρκίνο και αυτό οφείλεται στον περιορισμένο αριθμό των δειγμάτων ιστού που λήφθηκαν από τη βιοψία με ευρύστομη βελόνα, αφήνοντας περιοχές με καρκινωματώδη εξαλλαγή χωρίς δειγματοληψία ή δυσκολεύοντας την διάγνωση του παθολογοανατόμου . Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα κριτήριο του τι χρειάζεται να γίνει μετά τη βιοψία προκύπτει από την ύπαρξη ή μη συμφωνίας των ευρημάτων της ιστολογικής των δειγμάτων της βιοψία με την απεικονιστική εικόνα τους. Αν υπάρχουν αμφιβολίες η χειρουργική παρέμβαση κρίνεται τις περισσότερες φορές ως αναγκαία.
Για το πως πρέπει να αντιμετωπίζονται αυτές οι ονομαζόμενες οριακές βλάβες υψηλού κινδύνου (HRL) ή Β3, όμως, δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία.
Ως εκ τούτου υπάρχει μία ετερογένεια στην αντιμετώπιση τους, αφού άλλοι ασθενείς υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση και άλλοι σε παρακολούθηση.
Αποδεκτές φαίνεται να γίνονται και από άλλες επιστημονικές εταιρείες οι συστάσεις της Εταιρείας των Αμερικανών Χειρουργών Μαστού (American Society of Breast Surgeons), οι οποίες ανάλογα με το είδος της βλάβης συστήνουν συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης για κάθε μία από αυτές τις βλάβες . Οι σχετικές οδηγίες έχουν ως εξής:
α. Συνιστάται χειρουργική αφαίρεση για τις περισσότερες περιπτώσεις άτυπης υπερπλασίας των πόρων (ADH) που διαγιγνώσκονται με βιοψία ευρύστομης βελόνας (CNB)
β. Σε ADH μικρού μεγέθους ή που έχουν αφαιρεθεί σε μεγάλο μέρος τους με την CNB και όταν υπάρχει συμφωνία των απεικονιστικών ευρημάτων με την ιστολογική εξέταση μπορεί να μην γίνει χειρουργική επέμβαση, αλλά στενή παρακολούθηση Ζωτικής σημασίας για τη λήψη αυτής της απόφασης είναι η εξέταση του μαστού, των άλλων παραγόντων κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου καρκίνο στη γυναίκα και η διεπιστημονική συνεργασία.
(Πάντως οι περισσότεροι προκρίνουν την χειρουργική αφαίρεση)
α. Η λοβιακή νεοπλασία που εντοπίζεται στην βιοψία με ευρύστομη βελόνη (CNB) πρέπει να αφαιρείται εάν η απεικόνιση και η ιστολογική είναι αβέβαιες ή δεν συμφωνούν.
β. Για μικρού όγκου αλλοιώσεις λοβιακής νεοπλασίας με συμφωνία απεικονιστικών ευρημάτων και ιστολογικής και χωρίς να υπάρχει άλλη άτυπη ή υψηλού κινδύνου βλάβη, μπορεί να προσφερθεί στην γυναίκα η παρακολούθηση (με τη διαδικασία της από κοινού λήψης της απόφασης).
γ. Για λοβιακές βλάβες για τις οποίες αποφασίστηκε να μην αφαιρεθούν συστήνεται η κλινική και απεικονιστική παρακολούθηση. Η διεπιστημονική ανταλλαγή απόψεων (επιστημονικό συμβούλιο) είναι ζωτικής σημασίας για τη λήψη αυτής της απόφασης.
Θα πρέπει να συνιστάται στις γυναίκες να υποβάλλονται σε χειρουργική αφαίρεση τους.
α. Η χειρουργική εκτομή συνιστάται για επίπεδη επιθηλιακή ατυπία (Flat epithelial atypia-FEA) με άτυπη υπερπλασία των πόρων (ADH), που εντοπίζεται στην βιοψία με ευρύστομη βελόνη (CNB).
β. Η παρατήρηση και η παρακολούθηση είναι μια λογική επιλογή για καθαρή επίπεδη επιθηλιακή ατυπία (FEA).
γ. Η χειρουργική αφαίρεση μπορεί να δώσει τη θέση της σε στενή παρακολούθηση σε περιπτώσεις μεμονωμένης εστιακής FEA χωρίς άλλες συσχετιζόμενες βλάβες υψηλού κινδύνου, συμφωνία αποτελεσμάτων με τα αντίστοιχα απεικονιστικά , αν έχουν αφαιρεθεί όλες οι μικροπαοτιτανώσεις στη βιοψία και χωρίς να υπάρχει μάζα στην απεικόνιση.
α. Λόγω της έλλειψης αξιόπιστων κλινικών και απεικονιστικών χαρακτηριστικών που να προβλέπουν την πιθανή μετεξέλιξη τους, στις περισσότερες θηλώδεις αλλοιώσεις θα πρέπει να γίνεται χειρουργική αφαίρεση, ιδίως όταν υπάρχει παρουσία ψηλαφητής μάζας ή ασυμφωνίας μεταξύ ιστολογικής εξέτασης και απεικόνισης.
β. Δεδομένης της σημαντικής διαφωνίας που παρατηρείται σε αναδρομικά δεδομένα στη βιβλιογραφία, μικρές, τυχαία ανακαλυπτόμενες στην απεικόνιση θηλώδεις αλλοιώσεις μπορεί να αντιμετωπιστούν με στενή κλινική παρακολούθηση.
α. Δεδομένης της τυπικά ύποπτης απεικονιστικής εμφάνισης και πιθανότητας μετεξέλιξης τους η χειρουργική εκτομή θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τις περισσότερες απ΄αυτές.
β. Άν είναι μικρές, με επαρκή δειγματοληψία κατά τη βιοψία και σε πλαίσιο ιστολογικής – απεικονιστικής συμφωνίας, οι σύνθετες σκληρυντικές αλλοιώσεις (CSL) μπορεί να μην απαιτούν εκτομή
α. Ινοεπιθηλιακές αλλοιώσεις, με προτίμηση στα ινοαδενώματα και χωρίς μιτώσεις του στρώματος, υπερανάπτυξη του στρώματος, πυρηνικό πλειομορφισμό, κατακερματισμό, διήθηση λιπώδους ιστού ή “ανησυχητικό σχόλιο” του παθολογοανατόμου, μπορούν να παρακολουθηθούν με ασφάλεια. Η αφαίρση τους είναι προαορετική εάν υπάρχουν συμπτώματα, αυξάνονται σε μέγεθος, η διάγνωση είναι ασαφής ή αποτελεί επιθυμία της ασθενούς.
β. Οι ινοεπιθηλιακές αλλοιώσεις που ευνοούν την εκτίμηση ό,τι πρόκειται για φυλλοειδή όγκο ή με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά θα πρέπει το ενδεχόμενο εκτομής να εξετάζεται. Η πιθανότητα εντοπισμού ενός καλοήθους φυλλοειδούς όγκου είναι κοντά στο 50%.
α. Η χειρουργική εκτομή συνιστάται για τις αυτές τις αλλοιώσεις με συνύπαρξη ατυπίας που εντοπίζονται στη βιοψία με ευρύστομη βελόνη (CNB).
β. Η χειρουργική εκτομή συνιστάται για καλοήθεις βλέβες αυτού του τύπου εάν η ανεύρεση ατυπίας θα άλλαζε την αντιμετώπιση της ασθενούς.
α. Επειδή υπάρχουν πολλαπλοί τύποι καλοήθων ατρακτοειδών αλλοιώσεων, η ανάγκη για χειρουργική εκτομή δεν είναι σταθερή και εξαρτάται από τη συγκεκριμένη παθολογία.
β. Η ινωμάτωση ή ένας “δεσμοειδής” όγκος που εντοπίζεται στην βιοψία με ευρύστομη βελόνη (CNB) απαιτεί ευρεία τοπική. Η τοπική υποτροπή είναι συχνή.
γ. Η ψευδοαγγειωματώδης στρωματική Υπερπλασία (PASH) συνήθως δεν απαιτεί χειρουργική εκτομή, εκτός εάν η παθολογοανατομική απεικόνιση den είναι σύμφωνη ή η βλάβη αυξάνεται σε μέγεθος.