Στον μαστό δεν εμφανίζονται μόνο καρκινώματα, δηλ. κακοήθεις νεοπλασίες του επιθηλιακού ιστού ( αυτού που καλύπτει πόρους και αδένια). Εμφανίζονται και διάφοροι άλλοι τύποι που προκύπτουν από τα διάφορα άλλα συστατικά ( ιστούς) που υπάρχουν στο στήθος.
Στο μαστό εμφανίζονται τόσο πρωτογενή όσο και δευτερογενή λεμφώματα. Τα δεύτερα είναι μεταστάσεις της νόσου στον μαστό.
Ειναι ένας σπάνιος κακοήθης όγκος. Περίπου το 0,5% των κακοηθειών στο μαστό είναι λεμφώματα.
Συνηθέστερο (στο 60% των περιπτώσεων) πρόκειται για πρωτοπαθές λέμφωμα μαστού, συνηθέστερα του τύπου του διάχυτου από μεγάλα Β-κύτταρα λεμφώματος (diffuse large B–cell lymphoma). Τα Τ- λεμφώματα είναι σπανιότερα.
Οι ασθενείς με λέμφωμα παρουσιάζονται συχνότερα με μία ανώδυνη ψηλαφητή μάζα. Μπορεί να συνυπάρχει εμφανής αύξηση του μεγέθους (διόγκωση) του προσβληθέντος μαστού και πάχυνση του δέρματος
Στη μαστογραφία φαίνεται ως καλά περιγεγραμμένη μάζα χωρίς προσεκβολές και αποτιτανώσεις. Μοιάζουν συχνά με καλοήθεις παθήσεις και μπορεί να είναι περισσότερες της μίας. Υπερηχογραφικά είναι υποηχογενής ή μικτή σε ηχογένεια σφαιρική ή οβάλ μάζα. Δεν είναι εύκολο από τις απεικονιστικές εξετάσεις να διαφοροδιαγνωστεί το αν η βλάβη είναι λέμφωμα ή μετάσταση.
Η διάγνωση γίνεται με παρακέντηση με ευρύστομη βελόνη και ιστολογική ή με κυτταρολογική εξέταση μετά απαρακέντηση με λεπτή βελόνη.
Η θεραπεία είναι συστηματική ( δηλ. φαρμακευτική), παρόμοια με εκείνη που χορηγείται στα λεμφώματα γενικώς.
Η χειρουργική αφαίρεση του δεν προσφέρει κάποιο θεραπευτικό πλεονέκτημα, γι’ αυτό και δεν συνιστάται να πραγματοποιείται.
Το αγγειοσάρκωμα του μαστού είναι μια σπάνια κακοήθεια που μπορεί να είναι είτε πρωτογενής, είτε δευτερογενής.
Οι πρωτογενείς περιπτώσεις εμφανίζονται στο παρέγχυμα του μαστού και συνιστύν το 0,04-0,05% των κακοήθων νεοπλασμάτων του μαστού.
Τα πρωτογενή αγγειόσωμαμα είναι συχνότερα σε νεαρώτερες ηλικίες ( 30-50 ετών).
Κλινικά υπάρχει ψηλαφητή μάζα με γαλάζια απόχρωση του υπερκείμενου δέρματος, καθώς ο όγκος περιέχει πολλά αγγεία.
Μαστογραφικά πρόκειται για μία ασαφών ορίων μάζα ή για μία εστιακή ασσυμετρία. Το νεαρό της ηλικίας και επομένως η αυξημένη πυκνότητα των μαστών μπορεί να δυσκολέψει την ανάδειξη της βλάβης
Υπερηχογραφικά διακρίνεται χαρακτηριστικά η μεγάλη αγγειοβρίθεια της μάζας, που έχει μικτά ευρήματα ηχογένειας.
Το δευτεροπαθές αγγειοσάρκωμα σχετίζεται με τις επεμβάσεις διατήρησης μαστού στις οποίες έγινε ακτινοθεραπεία. Αφορά κυρίως το δέρμα και το υποδόριο.
Η ανάπτυξη μιας μεταστατικής εστίας στο μαστό από κακοήθεια άλλου οργάνου είναι σπάνια.
Φαίνεται κάτι τέτοιο να συμβαίνει στο 1,7-6,5% όλων των κακοηθειών που διαπιστώνονται στον μαστό. ( το εύρος στα ποσοστά στις διάφορες σχετικές μελέτες προκύπτει από το γεγονός αν σ΄αυτές περιλαμβάνονται ή όχι και τα λεμφώματα)
Η συνηθέστερη κακοήθεια που δίνει μεταστάσεις στο μαστό είναι το μελάνωμα.
Συνήθως οι ασθενείς με μεταστατική νόσο στο μαστό είναι προεμμηνοπαυσιακές
Το συνηθέστερο σύμπτωμα και κλινικό σημείο είναι η εμφανιση και ψηλάφηση ενός ή περισσότερων όγκων, που είναι ευδιάκριτος γιατί η θέση των μεταστάσεων είναι υποδόρια.
Τα χαρακτηριστικά απεικόνισης της μεταστατικής νόσου δεν είναι σταθερά, λόγω της μεγάλης ποικιλίας των πρωτοπαθών όγκων απ’ όπου προέρχονται. Στη μαστογραφία μπορεί να απεικονιστούν μονήρης ή πολλαπλές μάζες, μικρού μεγέθους (<2 εκ). Δεν εμφανίζουν αποτιτανώσεις, παρά μόνο σπάνια σε περιπτώσεις που η πρωτοπαθής εστία βρίσκεται σε ωοθήκη ή στον θυρεοειδή.
Η πιθανή συσχέτιση μίας μάζας στο μαστό με πιθανή μετάσταση, προκύπτει από τη λήψη του ιστορικού της ασθενούς.
Αν η μάζα καλύπτεται από εξέρυθρο και παχύτερο δέρμα ( μοιάζει με φλεγμονώδη καρκίνο), τότε η μετάσταση μπορεί να προέρχεται από το στομάχι ή από τον άλλο μαστό
Η εξέταση με οκτρεοτίδη, όπου χρησιμοποιείται ένα ανάλογο σωματοστατίνης, μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση μεταστατικών καρκινοειδών όγκων.
Η θεραπεία της μεταστατικής νόσου στο στήθος εξαρτάται από τον πρωτογενή όγκο και η πρόγνωση είναι γενικά φτωχή όταν η πρωτογενής αλλοίωση είναι όγκος που προέρχεται από συμπαγές όργανο ( όχι αιμοποιητικό).
Θεωρείται επιπλοκή του λεμφοιδήματος, γι΄αυτό και η αρχική ονομασία του ήταν λεμφοσάρκωμα. Πρόκειται, όμως, για αγγειοσάρκωμα που εμφανίζεται σε ποσοστό μικρότερο του 0,5% των ασθενών που εμφανίζουν λεμφοίδημα.Η ακριβής αιτιολογία του δεν είναι γνωστή.
Κλινικά εκδηλώνεται αρχικά με την εμφάνιση πορφυρόχρωμων δερματικών κηλίδων, συνήθως στο βραχίονα, αλλά και στο αντιβράχιο. Στη συνέχεια αυτές οι κηλίδες μετατρέπονται σε σκουρόχρωμα (κοκκινομπλέ) οζίδια. Σε πιο προχωρημένο στάδιο ο αριθμός των όζων αυξάνει και υπάρχει εκροή υγρού από την επιφάνεια τους.
Διαφοροδιάγνωση πρέπει να γίνει με τις ανάλογες βλάβες που μπορεί να προκαλέσει η ακτινοθεραπειά στο πρόσθιο θωρακικό τοίχζωμα ( αγγειοσάρκωμα μετά την ακτινοβολία)
Δεν υπάρχει κατάλληλη θεραπεία.Ο ακρωτηριασμός είναι η χειρουργική θεραπεία εκλογής, αλλά συνδέεται με μεγάλο ποσοστό υποτροπών κοντά στο κολόβωμα ( στο σημείο που έγνε ο ακρωτηριασμός).
Η χημειοθεραπεία αποτελεί την τελική θεραπευτική επιλογή , αλλά η πρόγνωση της νόσου δεν είναι καλή.