Home » ΚΑΡΚΙΝΟΣ » Μετά τη θεραπεία

Μετά τη θεραπεία

Είναι διεθνώς καθιερωμένο πως από τη στιγμή που έγινε η διάγνωση και άρχισαν οι θεραπείες όλες οι ασθενείς να χαρακτηρίζονται ως επιζήσασες ή επιβιώσασες του καρκίνου του μαστού.

Η ορολογία δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Καθώς οι περισσότερες γυναίκες με καρκίνο του μαστού ζουν πάρα πολλά χρόνια  ( και ένα μεγάλο ποσοστό θα καταλήξει από άλλη αιτία) ενώ παράλληλα για εξίσου πολλά χρόνια ούτε αγωγή παίρνουν, ούτε κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα παρουσιάζουν, νομίζουμε ότι ο καλύτερος όρος θα ήταν : αποθεραπευθείσες.

Η διαρκώς επιμηκούμενος χρόνος ζωής μπορεί, ιδίως στις αρχικές φάσεις να συνδυάζεται και με ορισμένες σωματικές ή ψυχικές διαταραχές που επηρεάζουν την ευζωία των αποθεραπευθέντων. Αυτό , όμως , δεν σημαίνει ότι η γυναίκα δεν πρέπει να παρακολουθείται τακτικά από τον ή τους θεράποντα /ες γιατρό/ους, όπως συμβαίνει με ασθενείς που πάσχουν από κάοια χρόνια νόσο, όπως σακχαρώδη διαβήτη, καρδιοπάθειες, υπέρταση κ.λ.π.. Χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε με την ίδια σιγουριά για χρόνια νόσο, η πιθανότητα υποτροπής και η άρση τυχόν αρνητικών επιπτώσεων από η νόσο ή τις θεραπείες της οδηγει στην συχνότερη επαφή με τους γιατρούς.

Επομένως η ποιότητα και η ποσότητα ζωής των πρώην ασθενών Ι( των επιβιωσάντων ) είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πεδίο της ογκολογικής φροντίδας, με πολλές επιμέρους ιδιαίτερες πτυχές, οι οποίες, βεβαίως, χρήζουν ανάλογης προσοχής τόσο εκ μέρους της ιατρικής κοινότητας, όσο και εκ μέρους των ίδιων των γυναικών αλλά και του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος τους.

Επειδή, όπως προαναφέρθηκε τα τελευταία χρόνια ο αριθμός όσων ζουν πολλά χρόνια συνεχώς αυξάνει, πολλές έρευνες και επιστημονικές συζητήσεις γίνονται για τα προβλήματα που μπορούν να παρουσιαστούν και για τους τρόπους αντιμετώπισης τους. Έτσι είναι λογικό να αναθεωρούνται κάθε τόσο πρακτικές που ίσχυαν και νέες πιο επικαιρες να αναδεικνύονται ως οι πλέον κατάλληλες.

Το κεφάλαιο αφορά και τα προβλήματα που προκαλούν οι θεραπείες όχι στην οξεία φάση ( δηλ. όταν εφαρμόζονται ή αμέσως μετά την ολοκλήρωση τους), αλλά αργότερα, στην απώτερη φάση, μετά από μήνες ή χρόνια.

Η μεταθεραπευτική παρακολούθηση των αποθεραπευθέντων από καρκίνο του μαστού εξατομικεύεται, καθώς εξαρτάται από την γενική κατάσταση της κάθε ασθενούς, την ηλικία της, το είδος της νόσου και τις θεραπείες που εφαρμόστηκαν καθώς και τις δυνατότητες για παρακολούθηση με τις οποίες είναι εξοικιωμένος/οι ο γιατρός ή οι γιατροί.

Κάθε πότε να γίνονται και τι περιλαμβανουν οι ιατρικοί έλεγχοι. Γενικές παρατηρήσεις απ' αυτών με βάση τις κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες δεν δεσμεύουν το θεράποντα ιατρό, ο οποίος διατηρεί το δικαίωμαεπιλογής της καλύτερης κατά την κρίση του πρακτικής για τις ασθενείς του.

Ιατρική μεταθεραπευτική παρακολούθηση

.

Οι περισσότερες ασθενείς μόλις ολοκληρώσουν τις θεραπείες τους καλούνται από τους θεράποντες ιατρούς ( χειρουργό, παθολόγο-ογκολόγο, ακτινοθεραπευτή) να επανέλθουν σε αυτούς σε άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα για να ελέγχθεί η πορεία τους, να διαπιστωθεί πως αντέδρασε ο οργανισμός τους στις θεραπείες και για να ελεγχθεί η  γενικότερη κατάσταση υγείας καθώς και η πιθανότητα εμφάνισης κάποιας υποτροπής της νόσου.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ακολουθούνται κάποιες προδιαγραφές παρακολούθησης, τις οποίες βεβαίως σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν και οι ίδιες οι ασθενείς. Για παράδειγμα, μία γυναίκα εξαιτίας γεωγραφικών ή οικονομικών περιορισμών, επιλέγει να παρακολουθείται από κάποιον γιατρό στην περιοχή που μένει και όχι από τον γιατρό που την χειρούρησε ή το παθολόγο-ογκολόγο ή τον ακτινοθεραπευτή..

Βεβαίως, η παρακολούθηση από τους θεράποντες εξειδικευμένους ιατρούς είναι προτιμητέα, επειδή με την πείρα και τις γνώσεις τους μπορούν να εξατομικεύουν καλύτερα το χρονοδιάγραμμα και το είδος της παρακολούθησης, αλλά και να ανακαλύπτουν και να επεμβαίνουν έγκαιρα σε υποτροπές της νόσου ή επιπλοκές από τη θεραπεία. Όμως η συνεχώς βελτιούμενη εκπαίδευση των γιατρών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας τους καθιστά ικανούς να επιβλέπουν την παρακολούθηση των επιβιώσασων καρκίνου του μαστού, με την προϋπόθεση πως επιδιώκουν και διατηρούν επαφή, ανταλλάσωντας απόψεις, με τους αρχικούς θεράποντες γιατρούς.

Παρατίθενται στη συνέχεια τα συχνότερα ερωτήματα και δίνονται οι απαντήσεις τους σ’ ό,τι αφορά την μεταθεραπευτική παρακολούθηση της πλειοψηφίας των επιζήσασων ασθενών:

Ερ: Κάθε πότε πρέπει να εξετάζεται μία γυναίκα αφού τελειώσει τη θεραπεία της;

Απ:  Μία γενικότερη σύσταση είναι η παρακολούθηση γίνεται κάθε 3-6 μήνες για τα πρώτα 1-3 έτη, κάθε 6-12 μήνες για το 4 και 5ο έτος και στη συνέχεια μία φορά το χρόνο.

Δεν είναι αποδεδειγμένο ότι η πιο συχνή παρακολούθηση για μακρύ χρονικό διάστημα έχει καλύτερα αποτελέσματα στην επιβιώση από αυτή που γίνεται σε αραιότερα χρονικά διαστήματα ( π.χ η σύγκριση της ανά εξάμηνο με την κατ’ έτος παρακολούθηση μετά τα πρώτα χρόνια).

Ερ: Που επικεντρώνεται η παρακολούθηση;

Απ:  α) στην αναζήτηση συμπτωμάτων που τυχόν έχει η ασθενής και μπορεί να υποδηλώνουν την ύπαρξη τοπικής ή απομακρυσμένης υποτροπής  (π.χ. νεοφανής πόνος σε κάποιο οστούν, βήχας, ζαλάδες) και β) στην προσεκτική εξέταση από τον γιατρό: της περιοχής της επέμβασης ( έλεγχος επούλωσης, παρουσίας νέου όζου, δερματικές αλλοιώσεις από την ακτινοθεραπεία), των δύο μαστών ή του ενός ( αν έχει γίνει μαστεκτομή στον άλλο), του θωρακικού τοιχώματος ή του δέρματος και του υποδορίου ιστού (αν έχει γίνει αποκατάσταση με ένθεμα), των λεμφαδένων στις μασχάλες και στην υπερκλείδια χώρα , τον έλεγχο της εμφάνισης λεμφοιδήματος, της κινητικότητας του ώμου και έλεγχος για ύπαρξη κλινικών σημείων που να υποδηλώνουν τυχόν ύπαρξη απομακρυσμένων μεταστάσεων. Επίσης πρέπει να ελέγχεται το αν η ασθενής ακολουθεί πιστά τη μεταθεραπευτική αγωγή ( π.χ. τη λήψη ορμονοθεραπείας) και αν αυτό δεν συμβαίνει να αναζητηθούν και να αντιμετωπιστούν οι αιτίες.
Σε γυναίκες που λαμβάνουν ταμοξιφένη ενδείκνυται να γίνεται γυναικολογική εξέταση και το υπερηχογράφημα για έλεγχο του πάχους του ενδομητρίου κάθε χρόνο. ( Παρόλο που τα τελευταία χρόνια πολύ γιατροί υιοθετούν την άποψη ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο μόνο αν η γυναίκα παρουσιάσει κάποιο σύμπτωμα, π.χ αιμορραγία)

Ερ: Ποιές απεικονιστικές εξετάσεις και κάθε πότε πρέπει να γίνονται;

Απ: Έλεγχος με μαστογραφία του εναπομείναντος μαστού ή και των δύο (αν έχει γίνει επέμβαση διατήρησης μαστού) πρέπει να γίνεται μία φορά το χρόνο. Αυτό δεν ισχύει αν ο γιατρός έχει ανακαλύψει κάποιο εύρημα ή θέλει να ελέγξει μία περιοχή του μαστού, π.χ. εκείνη που είχαν αφαιρεθεί μικροαποτιτανώσεις για να δει αν όλα είναι καθαρά.  Στην τελευταία περίπτωση αυτό ζητείται ένα τρίμηνο μετά την επέμβαση.

Η μαστογραφία είναι καλό να αποφεύγεται αν δεν έχουν περάσει τουλάχιστον 3 μήνες μετά το τέλος της ακτινοθεραπείας, για να έχει “ηρεμήσει” το στήθος και η απεικόνιση να είναι πιο αξιόπιστη.

Αν η ασθενής έχει κάνει αποκατάσταση μετά μαστεκτομή, τότε συνήθως δεν χρειάζεται μαστογραφία στο αποκαταστηθέν στήθος.

Το υπερηχογράφημα είναι χρήσιμο αν υπάρχουν ευρήματα ή δεν είναι διαγνωστικά επαρκής η μαστογραφική απεικόνιση.

Η μαγνητική μαστογραφία δεν είναι χρήσιμη, εκτός αν υπάρχει ένθεμα ή πρόβλημα που δεν επιλύεται από την μαστογραφική απεικόνιση.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο απεικονιστικός έλεγχος με μαστογραφία ή υπερηχογράφημα  (και το πότε θα γίνουν) καθορίζεται από τον θεράποντα ιατρό

Ερ: Γιατί πρέπει να εξετάζεται τακτικά κι ο υγιής μαστός;

Απ: Επειδή οι γυναίκες που έχουν εμφανίσει καρκίνο του μαστού θεωρούνται γυναίκες υψηλού κινδύνου να εμφανίσουν εκ νέου καρκίνο και στον άλλο – τον υγιή-  μαστό.

Ερ: Πως μπορεί να βοηθήσει η ασθενής την μεταθεραπευτική παρακολούθηση της;

Απ: Με το να μην παραλείπει τις μεταθεραπευτικές επισκέψεις στους γιατρούς της, να μην αποφεύγει τις εξετάσεις που τις ζητά και να μάθει από το γιατρό να κάνει η ίδια εξέταση του ή των μαστών της (αυτοεξέταση)

Να φροντίσει να κρατά ημερολόγιο με τα ραντεβού της ή να γίνει μέλος του i-mastos και να λαμβάνει έγκαιρα τις ειδοποιήσεις για τους ελέγχους της.

Ερ: Άλλοι γιατροί γράφουν πολλές εξετάσεις, άλλοι λιγότερες; Γιατί γίνεται αυτό και ποιό είναι το πιο σωστό;

Απ: Ιδίως όταν οι γιατροί είναι οι θεράποντες και ειδήμονες στο είδος τους γνωρίζουν τι είναι καλύτερο για την κάθε ασθενή και ανάλογα συνταγογραφούν τις εξετάσεις που θέλουν. Αυτοί είναι υπεύθυνοι για την πορεία της ασθενούς, αυτοί επομένως κάνουν το καλύτερο δυνατόν.

Όμως διεθνώς επικρατεί μία τάση, με βάση τις μελέτες που έχουν γίνει, που επιτρέπουν να διαμορφωθούν κάποιες κατευθυντήριες οδηγίες για το ποιές εξετάσεις είναι απαραίτητες ή όχι για τον επανέλγχο των ασθενών.

Στις μη απαραίτητες για ασθενείς με αρχικού σταδίου καρκίνο και χωρίς συμπτώματα ή ευρήματα κατά την κλινική εξέταση εντάσσωνται  π.χ οι συνηθισμένες εξετάσεις αίματος, οι καρκινικοί δείκτες και το σπινθηρογράφημα οστών ( εκτός αν υπάρχει λόγος που οδηγεί τον γιατρό στο να ζητήσει κάποια απ’ αυτές).

Είναι γνωστό πως το πιο συχνό πρόβλημα που απασχολεί τις ασθενείς μετά τη θεραπεία είναι ο φόβος για τυχόν υποτροπή της νόσου. Και για να τον αντιμετωπίσουν, για να αισθανθούν πιο ήρεμες, συχνά πιέζουν τους γιατρούς για τακτικότερους ελέγχους και περισσότερες εξετάσεις, παρόλο που κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί πως είναι χρήσιμο. Μία αναλυτική και επεξηγηματική συζήτηση με τον γιατρό μπορεί καλλύτερα να κατευνάσει τους φόβους και να περιορίσει τις άσκοπες σπατάλες από τα δεινοπαθούντα ασφαλιστικά ταμεία.

Ερ: Γιατί ο γιατρός ζήτησε ειδικές καρδιολογικές εξετάσεις;

Απ: Επειδή κάποια φάρμακα όπως ανθρακυκλίνες (epirubicin, doxorubicin) ή η τραστουζουμάμπη μπορεί να επηρεάσουν την καρδιακή λειτουργία.

Ερ: Τι μπορεί να ξεχάσει η ασθενής, αλλά και ο γιατρός στην τακτική παρακολούθηση;

Απ: Δεν είναι ασύνηθες γυναίκες που ασθένησαν από καρκίνο του μαστού να επικεντρώνουν όλο το ενδιαφέρον τους σ’ αυτή την εμπειρία και να ξεχνούν τη φροντίδα για την υγεία του υπόλοιπου σώματος τους και τον τακτικό έλεγχο  για έγκαιρη διάγνωση άλλων καρκίνων. Μία γυναίκα που έχει περάσει καρκίνο του μαστού, δεν είναι άτρωτη από το να εμφανίσει κάποια άλλη μορφή καρκίνου, αλλά και γενικότερα κάπια άλλα προβλήματα υγείας. Ο θεράπων ιατρός οφείλει να ζητά από την ασθενή να υποβάλλεται σε τακτικό προληπτικό έλεγχο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και του παχέος εντέρου. Επίση να αντιμετωπίζει έγκαιρα το οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας έχει ή κινδυνεύει να εμφανίσει.

Ποιές είναι οι πιο συνήθεις ανεπιθύμητες παρενέργειες από τις θεραπείες και από την επίδραση της διάγνωσης στις επιζήσασες καρκίνου του μαστού και η αντιμετώπιση τους.

Ανεπιθύμητες απώτερες παρενέργειες στις επιζήσασες.

.

Οι  σωματικές και ψυχοκοινωνικές επιδράσεις με τις οποίες μπορεί να έρθουν αντιμέτωπες οι γυναίκες αρκετό χρόνο μετά το πέρας της θεραπείας δεν είναι σπάνιες. Αυτό, να τονιστεί,  δεν σημαίνει ότι όλες οι επιβιώσασες του καρκίνου θα εμφανίσουν τέτοιου είδους ανεπιθύμητες επιπτώσεις.

Για ευκολία κατανόησης αυτών των προβλημάτων που μπορεί να εμφανίσει μία ασθενής μετά τις θεραπείες της ταξινομήθηκαν και παρουσιάζονται στις εξής κατηγορίες:

Ορισμένες θεραπείες όπως η χημειοθεραπεία με ανθρακυκλίνες (doxorubicin), η ακτινοθεραπεία στην αριστερή πλευρά του θώρακα και τα φάρμακα της στοχευμένης θεραπείας (όπως η τραστουζουμάμπη) μπορούν να προκαλέσουν καρδιακή ανεπάρκεια, ισχαιμία του μυοκαρδίου, αρρυθμίες, υπέρταση και θρομβοεμβολικό επεισόδιο.

Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι οι παρατηρήσεις που έδειξαν πιο αυξημένη εμφάνιση στεφανιαίας νόσου σε γυναίκες με καρκίνο του αριστερού μαστού που ακτινοβολήθηκαν, είναι παλαιές και αφορούν περιστατικά στα οποία χρησιμοποιήθηκε παλαιότερου τύπου εξοπλισμός. Με τα σύγχρονα ακτινοθεραπευτικά μηχανήματα και τις πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους εφαρμογής αυτής της θεραπείας, αναμένεται σημαντική μείωση τέτοιων ανεπιθύμητων συμβαμάτων.

Φαίνεται, πάντως,  πως σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό στις επιζήσασες από καρκίνο του μαστού συνυπάρχουν πολύ συχνότερα οι παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με την εμφάνιση νόσων από το καρδιαγγειακό σύστημα, όπως είναι η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία, η παχυσαρκία και ο καθιστικός τρόπος ζωής. Οι περισσότερες επιζήσασες από καρκίνο του μαστού διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν από καρδιακές παθήσεις ( και όχι από τον καρκίνο τους), γι’ αυτό είναι απαραίτητο να προβαίνουν σε τακτικές καρδιολογικές εξετάσεις και σε αλλαγές του τρόπου ζωής τους (ισορροπημένη διατροφή, σωματική άσκηση, διακοπή καπνίσματος) και στον έλεγχο των διαταραχών υγείας που αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσων ( υπέρταση, σακχ. διαβήτης, υπερχοληστεριναιμία).

Είναι παρενέργειες συχνές και οι οποίες μπορεί να διαρκέσουν πολλά χρόνια μετά το τέλος των θεραπειών.

Η περιφερική νευροπάθεια αφορά διαταραχές της αισθητικότητας στα περιφερικά μέρη των άκρων, συμμετρικά στην άκρα χείρα και στα πόδια, περιοχές που περιγράφονται ως περιοχές “γαντιών – καλτσών”. Εκδηλώνεται με διαταραχές αισθητικότητας, πόνο, παραισθησίες, αλλα και κινητικές δυσκολίες. Συνήθως αυτή αποτελεί μια παρενέργεια από τα παράγωγα πλατίνης και την πακλιταξέλη.

Η ασθενής πρέπει να αναφέρει τα συμπτώματα που νοιώθει, ο γιατρός να τ’ αξιολογήσει χρησιμοποιώντας ειδικές γι’ αυτό το σκοπό “κλίμακες αξιολόγησης” και  συνεκτιμώντας τα στοιχεία από το ιστορικό και τη γενική κατάσταση της ασθενούς ( π.χ  αν έχει πρόσθετους σχετικούς επιβαρυντικούς παράγοντες, όπως σακχ. διαβήτη ή κατάθλιψη) να συνταγογραφήσει παυσίπονα φάρμακα και το ειδκό για την περίπτωση της περιφερικής νευροπάθειας φάρμακο, την ντουλοξετίνη (για νευροπαθητικό πόνο). Επίσης μπορούν να δωθούν αντικαταθλιπτικά ή αντιεπιληπτικά φάρμακα.

Συνιστώνται επίσης η σωματική άσκηση, ο βελονισμός ή ο διαδερμικός ηλεκτρικός νευρικός ερεθισμός (TENS -transcutaneous electrical nerve stimulation), όταν υπάρχει αδυναμία ή αποτυχία της φαρμακευτικής αγωγής.

Για τον πόνο μπορεί να χορηγηθούν και αντιφλεγμονώδη μη στεροειδή φάρμακα, ενώ  έχει αναφερθεί πως και η γιόγκα μπορεί να προσφέρει ανακούφιση.

Συχνά αναφέρεται ότι οι ασθενείς μετά τη χημειοθεραπεία παρουσιάζουν πτώση των γνωστικών λειτουργιών του εγκεφάλου ( επηρεασμός της μνήμης, δυσκολίες συγκέντρωσης και επίλυσης προβλημάτων). Φαίνεται ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για  επιδείνωση από τη χημειοθεραπεία μίας ήδη προϋπάρχουσας γνωστικής δυσλειτουργίας. Στα αγγλικά χρησιμοποιείται και ο εκλαϊκευμένος όρος “chemobrain”, όρος όμως που στιγματίζει και φοβίζει περισσότερο ( και χωρίς λόγο) τις ασθενείς για τη θεραπεία τους. 

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντικό ο γιατρός να ερωτήσει την ασθενή του για τυχόν υπάρχουσες γνωστικές δυσκολίες ( ή να αναγνωρίσει τις πρώτες ενδείξεις τους στις συζητήσεις και στη συμπεριφορά των ασθενών του).

Επειδή πολλές φορές το άγχος και ο φόβος επιδεινώνουν την κατάσταση, η κατάλληλη ιατρική παρέμβαση και η καλή επικοινωνία γιατρού – ασθενούς μπορούν να βοηθήσουν. Το ίδιο ισχύει και για την συνεπή προσπάθεια των ίδιων των ασθενών με τακτικές ασκήσεις, διαχείριση του άγχους τους και με τεχνικές χαλάρωσης.

Αν δεν υπάρχει βελτίωση με αυτές τις προσεγγίσεις και η κατάσταση δεν βελτιώνεται, τότε η παραπομπή της ασθενούς σε εξειδικευμενους γιατρούς ή δομές μπορεί να έχει καλύτερα αποτελέσματα.

Ποτέ η διάγνωση και οι θεραπείες του καρκίνου δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη διάθεση της ασθενούς. Το γεγονός ότι ο καρκίνος του μαστού είναι τόσο συχνός και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην γνώριζε κάποια γυναίκα που είχε ή έχει προσβληθεί από τη νόσο ή έχει πεθάνει απ’ αυτήν, είναι η αιτία που καθιστά τον καρκίνο του μαστού την ασθένεια που περισσότερο από όλες τις άλλες φοβούνται οι γυναίκες.

Βέβαια αυτό αδικεί την καλή πορεία που πλέον διανύει η συγκεκριμένη κακοήθεια, αλλά θα χρειαστούν χρόνια ακόμα μέχρι να αλλάξει η φοβική στάση των γυναικών απέναντι της.

Η αγωνία για το μέλλον, το άγχος και σε πιο σοβαρές περιπτώσεις η ανάπτυξη συμπτωματολογίας κατάθλιψης, αποτελούν καταστάσεις που συχνά, σε άλλοτε άλλο βαθμό, βιώνουν οι ασθενείς.

Η ασθενής οφείλει να εξωτερικεύσει τους φόβους και τα ψυχολογικά προβλήματα που πηγάζουν από την κατάσταση της και από τον μη ικανοποιητικό τρόπο διαχείρισης τους. Ο θεράπων ιατρός οφείλει να ελέγξει (αξιολογήσει) κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος κατάθλιψης και αν η ίδια η ασθενής και το οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον της μπορούν να ανταπεξέλθουν επιτυχώς με ίδιες δυνάμεις σε μία τέτοια ιστορία . Σε περιπτώσεις που κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό,  η συνδρομή εξειδικευμένου προσωπικού ( ψυχολόγος) μπορεί να απελευθερώσει την γυναίκα από τις “μαύρες σκέψεις” της και να της ανοίξει το δρόμο για μιά εξισορροπημένη ζωή.

Σπάνια, όταν η κατάσταση είναι πιο σοβαρή, μπορεί να είναι απαραίτητη η συμμετοχή ενός ψυχιάτρου που να αντιμετωπίσει την κατάθλιψη και με την χορήγηση ειδικής φαρμακευτικής αγωγής ( αντικαταθλιπτικά, ηρεμιστικά) για να βοηθηθεί η ασθενής να εξέλθει του ψυχικού βασάνου της.

Είναι ένα συχνό σύμπτωμα που αναφέρουν  πολλές γυναίκες μετά το τέλος της θεραπείας τους. Κόπωση που μπορεί να επιβαρύνει σημαντικά την ποιότητα ζωής τους και θα πρέπει να αξιολογηθεί σωστά από τον θεράποντα ιατρό ( Όχι με απλές προτρεπτικές φράσεις του τύπου ”Δεν έχεις τίποτα. Ξεκόλλα απ’ αυτά και κοίτα τη ζωή σου” και με κάποιο ενθαρρυντικό κτύπημα στην πλάτη).  Υπάρχουν στη διάθεση του θεράποντος ιατρού ειδικές κλίμακες αξιολόγησης, που βοηθούν να αξιολογηθεί αντικειμενικά η ένταση του προβλήματος και να βοηθηθεί ο γιατρός στην αναζήτηση των πιθανών αιτιών της κόπωσης.

Πολύ συχνά η κόπωση είναι αποτέλεσμα διαταραχής της διάθεσης των ασθενών, η οποία με τη σειρά της μπορεί να έχει προκληθεί από πόνο ή από έλλειψη ύπνου. Τέτοιες καταστάσεις οδηγούν εύκολα τις ασθενείς σε νευρικότητα και αδυναμία χειρισμού προβλημάτων και εκτέλεσης καθημερινών καθηκόντων.

Η συμμετοχή εξειδικευμένων συμβούλων που θα “δουλέψουν” μαζί με την ασθενή διάφορες ψυχολογικές τεχνικές, είναι μέθοδοι που μπορούν να βοηθήσουν να βελτιωθεί η κατάσταση.

Το ίδιο ευεργετικό ρόλο φαίνεται να έχει και η τακτική σωματική άσκηση και η γιόγκα.

Σ’ ότι αφορά τη φαρμακευτική αγωγή, αυτή δεν έχει φανεί αποτελεσματική στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το ίδιο ισχύει και για τις βιταμίνες ή τα συμπληρώματα διατροφής (εκτός, βεβαίως, αν υπάρχει επίσημα διαπιστωμένη έλλειψη κάποιας βιταμίνης ή η ασθενής δεν σιτίζεται κανονικά).

Γυναίκες παραγωγικής ηλικίας ( που ακόμα έχουν έμμηνο ρύση) είναι πιθανόν, ιδίως αν βρίσκονται κοντά στην ηλικία της εμμηνόπαυσης, ως αποτέλεσμα της θεραπευτικής αγωγής (ορμονοθεραπεία – χημειοθεραπεία)  να βιώσουν τον τερματισμό της εμμήνου ρύσεως και την εγκατάσταση της εμμηνόπαυσης.

Πέρα από το γεγονός της απότομης (απροσδόκητης για την γυναίκα) έλευσης, τα συμπτώματα δεν διαφέρουν από εκείνα μίας φυσιολογικής εμμηνόπαυσης και περιλαμβάνουν εξάψεις, εφιδρώσεις, ξηρότητα κόλπου, ευερεθιστότητα και συναισθηματική αναστάτωση, μυοσκελετικά συμπτώματα και σεξουαλική δυσλειτουργία. Αν δε η γυναίκα λαμβάνει αναστολείς αρωματάσης, τα συμπτώματα της οστεοπόρωσης μπορεί να είναι εντονότερα. Η πρόωρη έλευση της εμμηνόπαυσης επηρεάζει το ηθικό των ασθενών και επιδρά αρνητικά στην αυτοεκτίμηση και την εικόνα του σώματος που έχει για τον εαυτό της η γυναίκα. Όλα τα συμπτώματα γίνονται αισθητά εντονότερα όταν συνυπάρχει άγχος και κατάθλιψη.

Για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων δεν ενδείκνυται η χρήση ορμονικών σκευασμάτων.

Ευτυχώς τα συμπτώματα συνήθως υποχωρούν σχετικά γρήγορα και ορισμένα μέτρα που μπορεί να λάβει η επιβιώσασα βοηθούν σημαντικά. Τέτοια μέτρα είναι η διατήρηση ενός υγιούς δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) ( δηλ. να μην παχύνει ή αν είναι υπέρβαρη ή παχύσαρκη να χάσει κιλά), η διακοπή του καπνίσματος, ο περιορισμός της κατανάλωσης οινοπνευματωδών ποτών και η τακτική σωματική άσκηση.

Τα συμπτώματα, κυρίως οι εξάψεις, που σχετίζονται με την ορμονοθεραπεία, φαίνεται να παρέρχονται μετά από λίγους μήνες.

Σε δύσκολες περιπτώσεις υπάρχουν φαρμακευτικά σκευάσματα, τα οποία όμως έχουν και παρενέργειες και καλύτερα να αποφεύγονται. Καλύτερο είναι να δοθεί από τους γιατρούς μεγαλύτερο βάρος στην ενημέρωση των γυναικών και στην κινητοποίηση από τις ίδιες τις ασθενείς των δικών τους δυνάμεων για να ξεπεράσουν τα όποια συμπτώματα.

Η οστεοπενία και η οστεοπόρωση είναι πιο συχνές και πιο έντονες σε ασθενείς που λαμβάνουν ορμονοθεραπεία με αναστολείς αρωματάσης, Οι καταστάσεις αυτές γίνονται πιο ενοχλητικές αν εκδηλωθούν ως αρθραλγίες.

Η λήψη ιστορικού που να εστιάζει στην ανίχνευση τέτοιων συμπτωμάτων, η μέτρηση της οστικής πυκνότητας και το σπινθηρογράφημα αποτελούν μεθόδους που διευκολύνουν το γιατρό να εκτιμήσει την υγεία των οστών.

Μία σημαντική βοήθεια για την αντιμετώπιση αυτής της ανεπιθύμητης κατάστασης είναι η τακτική σωματική άσκηση της ασθενούς.

Επίσης, αν το κρίνει ο γιατρός απαραίτητο, φαίνεται πως η χορήγηση βιταμίνης D και ασβεστίου βοηθούν.

Δεν είναι ασύνηθες οι γυναίκες, ιδίως στην αρχική μεταθεραπευτική φάση να αισθάνονται λιγότερο εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και να δυσκολεύονται στην σεξουαλική ζωή τους. Ιδιαίτερα αυτό συμβαίνει σε όσες γυναίκες έχουν υποστεί μαστεκτομή.

Αλλά και τα αισθήματα άγχους και η κατάθλιψη, όπως επίσης και προβλήματα από την πρόωρη εμμηνόπαυση μπορεί να επιτείνουν τη διαταραχή της σεξουαλικής υγείας της γυναίκας.

Μία συζήτηση επί αυτών των θεμάτων (κάτι το οποίο αποφεύγουν να κάνουν ασθενείς και γιατροί), μία παραπομπή σε ειδικό, αν το πρόβλημα είναι δυσεπίλυτο, αλλά και απλά πρακτικά μέτρα, όπως η σύσταση για χρήση υδατούχου λιπαντικού σε ξηρότητα του κόλπου μπορούν να βοηθήσουν στην επανάκτηση του αισθήματος εμπιστοσύνης και να ξαναφέρουν σε φυσιολογικά επίπεδα τη σεξουαλική συμπεριφορά στις επιζώσες.

Σημαντικός επίσης είναι και ο ρόλος του συζύγου ή του συντρόφου, ο οποίος με την υποστηρικτική διάθεση του μπορεί να βοηθήσει σημαντικά τη γυναίκα. ( Έχει παρατηρηθεί ότι αν οι σχέσεις δεν ήταν ικανοποιητικές πριν από την εμφάνιση της ασθένειας, τότε οι δυσκολίες μετά απ’ αυτήν θα είναι μεγαλύτερες. Αντίθετα σε καλές σχέσεις πριν την ασθένεια, παρατηρείται μετά απ’ αυτήν λιγότερος ή ελάχιστος επηρεασμός από την πλευρά του συζύγου ή συντρόφου).

Παλαιότερα, τότε που η εκτέλεση των ριζικών λεμφαδενεκτομών ήταν κανόνας σε κάθε επέμβαση για καρκίνο του μαστού, το φαινόμενο του πρηξίματος (οιδήματος) του σύστοιχου προς την χειρουργηθείσα μασχάλη άνω άκρου ήταν πολύ συχνό. Το πρήξιμο οφείλονταν στην αδυναμία ανεύρεσης ικανής παράπλευρης κυκλοφορίας για την αποχέτευση της λέμφου από το άνω άκρου, αφού η οδός μέσω της μασχάλης είχα διακοπεί χειρουργικά). Αυτό το πρήξιμο χαρακτηρίζεται με τον όρο: λεμφοίδημα.

Σήμερα με την ευρύτερη εφαρμογή της τεχνικής της βιοψίας του φρουρού λεμφαδένα και με την κατανόηση πως η χειρουργική των λεμφαδένων είναι σταδιοποιητική και όχι θεραπευτική παρέμβαση, η ριζικότητα των επεμβάσεων στη μασχάλη έχει περιοριστεί και έτσι η συγκεκριμένη ανεπιθύμητη επίπτωση έχει μειωθεί σημαντικά.

Υπάρχει ειδική αναφορά για αυτή την επιπλοκή στο κεφάλαιο της χειρουργικής θεραπείας.

Όμως και η ακτινοβολία στην περιοχή της μασχάλης μπορεί να οδηγήσει στο μπλοκάρισμα των λεμφαγγείων και στη δημιουργία λεμφοιδήματος,

Για την πρόληψη του συστήνεται γενικώς να γίνονται οι ειδικές ασκήσεις με καθοδήγηση και στις παχύσαρκες επιπλέον να χάσουν βάρος.

Οι γυναίκες πρέπει να γνωρίζουν ποια είναι τα σημεία και τα συμπτώματα του λεμφοιδήματος και προτρέπονται να μην καθυστερούν στην αναζήτηση βοήθειας για την αντιμετώπιση του. Όσο πιο νωρίς εντοπιστεί το πρόβλημα και αρχίσουν οι κατάλληλες προσπάθειες περιορισμού του, τόσο καλύτερη είναι η εξέλιξη του.

Η θεραπεία του λεμφοιδήματος είναι έργο εξειδικευμένου φυσιοθεραπευτή και ικανού στην αξιολόγηση του λεμφοιδήματος γιατρού.

Σε περιπτώσεις ασθενών παραγωγικής ηλικίας που επιθυμούν να τεκνοποιήσουν και στις οποίες υπάρχει ο κίνδυνος λόγω των θεραπειών να εισέλθουν σε πρόωρη εμμηνόπαυση ή να μειωθεί σ’ αυτές η γονιμότητα, τότε είναι πολύ σημαντικό να συζητηθεί το θέμα μεταξύ γιατρού και γυναίκας (και βεβαίως με το σύζυγο ή το σύντροφο) ώστε να υπάρχει πλήρης ενημέρωση για τις μεθόδους που υπάρχουν στην εποχή μας για διατήρηση της γονιμότητας.

Ορισμένες οργανώσεις, όπως και η i-mastos σε συνεργασία με την Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία , προσφέρουν τέτοιου είδους συμβουλευτικές υπηρεσίες και προτείνουν τις κατάλληλες λύσεις που μπορεί να επιλέξει η γυναίκα.

Αποτελεί βασικό πρόβλημα, που πολλές φορές παίρνει μεγάλες διαστάσεις στη φαντασία των γυναικών. Ευτυχώς η μείωση του αριθμού των γυναικών που υποβάλλονται σε μαστεκτομή έχει συνεισφέρει στην ελάττωση της φοβίας που σχετίζεται με την εικόνα του σώματος μετά τις θεραπείες. Επίσης και οι σύγχρονοι μέθοδοι ακτινοθεραπείας βελτίωσαν το αισθητικό αποτέλεσμα στο ακτινοβοληθέν στήθος.

Η γυναίκα δεν πρέπει να διστάζει να αναφέρει τους φόβους της στο γιατρό. Αυτός μπορεί να αξιολογήσει την ένταση τους και να συμβάλλει στην εξάλειψη όσων δεν ερίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Με αυτό τον τρόπο και με μία απλή συμβουλευτική συζήτηση και τη βοήθεια του στενού της οικογενειακού περιβάλλοντος, μπορεί να αποκατασταθεί η σχετική ηρεμία. Αν αυτό δεν γίνει με αυτά τα μέσα κατορθωτό, σίγουρα θα βοηθήσει τη γυναίκα η κατάλληλη ψυχολογική παρέμβαση.

Στο ειδικό κεφάλαιο αναλύθηκαν οι περιπτώσεις εκείνες όπου μία γενετική συμβουλευτική παρέμβαση είναι αναγκαία.

Παρόλο που ο κληρονομικός καρκίνος είναι σπάνιος, η ανησυχία των γυναικών είναι συνήθης, ιδίως όταν οι ασθενείς έχουν κόρες.

Το ψυχολογικό στρες, δηλ. η ψυχολογική καταπόνηση, είναι αρκετά συχνή. Επιδεινώνεται δε από την ύπαρξη στο παρελθόν ιστορικού κατάθλιψης, το άγχος της διάγνωσης και των θεραπειών, η νεαρή ηλικία και το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον ης γυναίκας, που συχνά δεν είναι υποστηρικτικό και αφήνει μόνη της την ασθενή.

Αν ο γιατρός αξιολογήσει από το οικογενειακό ιστορικό , την ηλικία εμφάνισης της νόσου και τον τύπο της ότι μπορεί να υπάρχει γονιδιακή βλάβη, που μπορεί να μεταδοθεί σε απογόνους ή να συνυπάρχει σε μέλη της οικογένειας, υπάρχουν τα διαγνωστικά μέσα (εξετάσεις) αυτό να γίνει αντιληπτό και να παρασχεθεί στην ασθενή οι ανάλογες συμβουλές για το πως να χειριστεί αυτό το πρόβλημα.

Βέβαια δεν αρκεί ο γιατρός για να συζητήσει το θέμα με την ασθενή. Στα προηγμένα υγειονομικά συστήματα η συμβουλευτική για τον κληρονομικό καρκίνο είναι δουλειά ειδικής συμβουλευτικής ομάδας που περιλαμβάνει  γιατρό, γενετιστή, ψυχολόγο, ειδικευμένη νοσηλεύτρια και κοινωνική λειτουργό.

Στη χώρα μας η ικανότητα σωστής επικοινωνίας και συζήτησης με το γιατρό αποτελούν τα πιο συχνά μέσα κοινοποίησης του προβλήματος της κληρονομικής προδιάθεσης  και παρουσίασης των σχετικών συμβουλών για το τι πρέπει να κάνει η ασθενής.

Τι πρέπει να κάνει μία αποθεραπευθείσα για να βελτιώσει την υγεία της και την ευεξία της;

Προάγωντας την υγεία και ευεξία.

.

Μέσω της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας προσφέρει  μία σειρά από προγράμματα που βελτιώνουν την ευεξία και μειώνουν τυχόν παρενέργειες που επιμένουν για καιρό.

Αυτά τα προγράμματα είναι:

ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ

α) Πεζοπορία ή ποδηλασία σε δάσος και σε βουνό ,

με την συνεργασία της Trucking Hellas και άλλων πεζοπορικών -φυσιολοατρικών ομίλων.

Η πεζοπορία στη φύση είναι η πιο χαλαρωτική άσκηση, επιστημονικά αποδεδειγμένα.

β) Ρυθμικά καθοδηγούμενη θεραπευτική άσκηση

Έναπρωτοπόρο πρόγραμμα που προάγει την ευεξία και στηρίζεται σε επιστημονικήπαρακολούθηση της επίδρασης της δυγκεκριμένης δραστηριότητας.

γ) Πολιτιστικές, θρησκευτικές ιστορικές εκδρομές

για να γνωρίσουν οι γυναίκες και η συντροφιά τους τηνπολιτισμική, ιστορική και θρησκευτική ιστορία της χώρας μας

ΟΜΑΔΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗΣ

α) Φωτογραφικό εργαστήριο,

όπου οι γυναίκες μαθαίνουν τηντέχνη τς φωτογραφίας και δημιυργούν οι ίδιες εικόνες και συνθέσεις εξωτερικεύοντας την ψυχική και αισθητική προσωπικότητα τους.

β) Δημιουργικό εργαστήριο γραφής,

όπου δίνονται οι απαραίτητες βάσεις ώστε να μπορεί η γυναίκα να αποτυπώσει και να εξωτερικεύσει στο χαρτί με πεζό η ποιητικό λόγο τις σκέψεις και τα συναισθήματα της

γ) Εγαστήριο μουσικής έκφρασης,

ακόμα και αν δεν ξέρει η γυναία να γράφει μουσική ή στίχους.

κ.α.

ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ

Η Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία προάγει την υγιεινή διατροφή μέσω ειδικών σεμιναρίων, πρακτικών ασκήσεων και φυλλαδίων ή διαδικτυακών παρουσιάσεων.

Κύριο βάρος δίνεται στην προώθηση της φυτικής διατροφής και της μεσογειακής δίαιτας.

Η παχυσαρκία και η έλλειψη σωματικής άσκησης έχει αποδειχθεί ότι μειώνουν το προσδόκιμο επιβίωσης και την ποιότητα ζωής των πρώην ασθενών.

—————————————————————————————————————————–

Πολλά απ’ αυτά προσφέρονται δωρεάν , ενώ σ’ ορισμένα πρέπει να καταβάλεται μία ιδιαίτερη χαμηλή τιμή που καλύπτει τα έξοδα μεταβάσεων ή φαγητού ή ξεναγού. Η Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία δεν είναι κερδοσκοπική οργάνωση, δεν ενδιαφέρεται να “βγάλει κέρδος”, μόνον αν οι δωρεές ή συνδρομές της δεν επαρκούν να καλυφθούν τα έξοδα ζητείται από τις συμμετέχουσες να πληρώσουν ένα ειδικά διπραγματευμένο χαμηλό αντίτιμο για τις υπηρεσίες που προσφέρουν το συνεργαζόμενο στις δράσεις προσωπικό.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί ελάχιστα cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Με την αποδοχή σας θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό. Αποδοχή Διαβάστε Περισσότερα