Ο προγνωστικός δείκτης της Αδελαϊδας προτάθηκε για πρώτη φορά το 1997 στην Αυστραλία και στη συνέχεια τροποποιήθηκε με την υιοθέτηση ποιοτικών μεθόδων. Βασίζεται σε ένα παραδοσιακό μορφολικό παράγοντα (τη διάμετρο του όγκου) και σε δύο βιοπαθολογικούς (τους υποδοχείς οιστρογόνων και την κυτταρική κινητική σύμφωνα με το αντίσωμα Ki67/MIB-1). Αποτέλεσε δείκτη που υπερτερούσε του κλασικού Nottingham Prognostic Index (NPI), ο οποίος βασίζεται στη διάμετρο του όγκου, στην κατάσταση των λεμφαδένων και στον βαθμό κακοήθειας.