Οι ορμόνες είναι χημικές ουσίες που παράγονται στους ενδοκρινείς αδένες και συμβάλλουν στην ανάπτυξη, στην καλή και συντονισμένη λειτουργία και στην επικοινωνία μεταξύ των διάφορων κυττάρων και οργάνων του σώματος.
Αλλά και η ανάπτυξη των καρκινικών κυττάρων σε πολλές περιπτώσεις έχει φανεί πως επηρεάζεται από τις ορμόνες.
Σε μεγάλο ποσοστό καρκίνων του μαστού έχει παρατηρηθεί πως υπάρχουν στα κύτταρα τους αυξημένος αριθμός υποδοχέων για τις γυναικείες ορμόνες (οιστρογόνα και προγεστερόνη). Οι υποδοχείς είναι χημικές ουσίες που βρίσκονται στην επιφάνεια των κυττάρων (κυτταρική μεμβράνη) ή εντός αυτών και υποδέχονται τις ορμόνες ώστε να εκτελούν τη δράση που αυτές υποκινούν, κάτι που στην κυτταρική “γλώσσα” σημαίνει ξεκίνημα μίας σειράς χημικών αντιδράσεων που οδηγούν στο αποτέλεσμα που χαρακτηρίζει τη δράση της κάθε ορμόνης. Οι ορμονικοί υποδοχείς είναι εξειδικευμένοι για διάφορες ορμόνες. Οι υποδοχείς οιστρογόνων και προγεστερόνης λαμβάνουν (υποδέχονται) το “μήνυμα” των συγκεκριμένων ορμονών , που καθορίζει τον πολλαπλασιασμό και την επιβίωση του κυττάρου.
Έτσι όσοι καρκίνοι αποτελούνται από κύτταρα όπου ο αριθμός των υποδοχέων των γυναικείων ορμονών είναι υψηλός, επηρεάζονται περισσότερο απ’ αυτές και θεωρούνται ορμονοευαίσθητοι όγκοι ή ορμονοθετικοί.
Όπως υπάρχουν ορμονοθετικοί, έτσι υπάρχουν και καρκίνοι που τα κύτταρα τους δεν έχουν ορμονικούς υποδοχείς ή αυτοί είναι ελάχιστοι. Αυτοί οι καρκίνοι ονομάζονται ορμονοαρνητικοί.
Εφόσον ο πολλαπλασιασμός και η ανάπτυξη των ορμονοευαίσθητων καρκινικών κυττάρων επηρεάζεται από τις γυναικείες ορμόνες, ο περιορισμός της παραγωγής τους ή το μπλοκάρισμα των υποδοχέων τους στα κύτταρα θα μειώσει τη δυνατότητα ανάπτυξης – πολλαπλασιασμού των καρκινικών κυττάρων και έτσι θα επιτευχθούν καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα.
Αυτό δεν ισχύει για τους ορμονοαρνητικούς καρκίνους του μαστού.
Η πρώτη θεραπευτική παρέμβαση προς την κατεύθυνση της απαλλαγής των κυττάρων του μαστού από τα ερεθίσματα των ορμονών υπήρξε η ωοθηκεκτομή, δηλ. η αφαίρεση των ωοθηκών, όργανο στο οποίο, στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, σε μεγάλο βαθμό παράγονται τα οιστρογόνα. Το ίδιο αποτέλεσμα, δηλ. της καταστροφής ή κατάλυσης της λειτουργίας των ωοθηκών επιτυγχάνεται και με την ακτινοβόληση τους. Τα αποτελέσματα και στις δύο παρεμβάσεις ήταν μόνιμα.
Η έρευνα προχώρησε και σήμερα οι επεμβατικές θεραπευτικές μέθοδοι έχουν ατονίσει. Η άρση των ορμονικών επιδράσεων επιτυγχάνεται πλέον από φαρμακευτικές ουσίες.
Αυτές διακρίνονται, ανάλογα του τρόπου δράσης τους σε δύο βασικές ομάδες:
α) Η έκκριση των οιστρογόνων και προγεστερόνης από τις ωοθήκες ρυθμίζεται από τις “εντολές” ορμονών που εκκρίνονται από την υπόφυση που και αυτές με τη σειρά τους ρυθμίζονται από ορμόνη που εκκρίνει ο υποθάλαμος. Οι ορμόνες της υπόφυσης είναι οι γοναδοτροπίνες, δηλ. η ωχρινοποιητική ορμόνη (LH -Luteinizing Hormone) και η ωοθυλακιοτρόπος ορμόνη (FSH – Follicle-Stimulating Hormone). Η ορμόνη του υποθαλάμου είναι η εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών (GnRH – Gonadotropin-Releasing Hormone). Αν η παραγωγή αυτών των ορμονών παρεμποδιστεί ή αν δράσουν ουσίες που έχουν την ίδια δράση και ονομάζονται αγωνιστές αυτών των ορμονών με συνεχή παρουσία και όχι διακεκομμένα, όπως συμβαίνει φυσιολογικά, αυτό θα οδηγήσει στο να σταματήσει η έκκριση των ορμονών από τις ωοθήκες.
Την ίδια επίδραση, δηλ. το σταμάτημα της παραγωγής των ορμονών, έχουν και τα φάρμακα που χαρακτηρίζονται ως αναστολείς της αρωματάσης. Αυτά τα φάρμακα αναστέλλουν τη δραστηριότητα του ομώνυμου ενζύμου που είναι απαραίτητο για τη σύνθεση των οιστρογόνων, ιδιαίτερα όταν αυτά παράγονται εκτός των ωοθηκών ( π.χ. στο λίπος, στο μαστό κ.α) όπως συμβαίνει στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
β) Ουσίες που προκαλούν παρενόχληση (τροποποίηση) της ικανότητας του υποδοχέα οιστρογόνων να δεχθεί το ορμονικό ερέθισμα. Τα φάρμακα που δρουν με αυτό τον τρόπο “καταλαμβάνουν” τον υποδοχέα και έτσι οι ορμόνες δεν μπορούν να τον επηρεάσουν. Οι εκλεκτικοί τροποποιητές του υποδοχέα των οιστρογόνων ( Selective Estrogen Receptor Modulators – SERMs), αποτελούν την χαρακτηριστική ομάδα αυτών των ουσιών. Αυτά τα φάρμακα ανταγωνίζονται μεν τα οιστρογόνα στον μαστό ( δηλ. δεν τα αφήνουν να ξεκινήσουν τις χημικές αντιδράσεις που προκαλούν τα οιστρογόνα), αλλά μπορεί από την άλλη να ενισχύουν τις οιστρογονικές δράσεις σε άλλες περιοχές, π.χ. ενδομήτριο.
Μία παρόμοιου μηχανισμού δράσης κατηγορία φαρμάκων στην ορμονοθεραπεία του καρκίνου μαστού είναι αυτή που έχουν οι εκλεκτικοί καταστολείς των οιστρογονικών υποδοχέων (Selective Estrogen Downregulators-SERDs), Αυτά τα σκευάσματα όχι μόνο καταλαμβάνουν τους υποδοχείς, αλλά έχουν την ικανότητα να τους αποδομούν (να τους καταστρέφουν)
Πατώντας το αριστερό πλήκτρο του “ποντικιού” όταν ο κένσορας βρίσκεται πάνω στη λέξη με την εμπορική ονομασία του φαρμάκου μεταφέρεστε σε ιστοσελίδα όπου υπάρχει αναλυτική περιγραφή των δόσεων, των ενδείξεων, των αντενδείξεων, των παρενεργειών κ.λ.π. των φαρμάκων της συγκεκριμένης κατηγορίας.
Αγωνιστές ή ανάλογα των GnRH και LH-RH
Γοσερελίνη οξεική
Χ
Χορηγείται ως εμφύτευμα 3.6 mg, το οποίο με ειδική σύριγγα προωθείται στο υποδόριο ιστό στο άνω κοιλιακό τοίχωμα. Η χορήγηση ενδείκνυται όταν οι ωοθήκες της ασθενούς είναι ενεργείς, δηλ. σε γυναίκες παραγωγικής ηλικίας.
Η χορήγηση του σκευάσματος γίνεται κάθε 28 ημέρες.
Η έμμηνος ρύση σταματά όσο διαρκεί η χορήγηση, που συνήθως διαρκεί 2 χρόνια. Το σταμάτημα της έμμηνου ρύσεως προκαλεί συμπτώματα όπως στην εμμηνόπαυση, δηλ. εφιδρώσεις, ξηρότητα κόλπου, εξάψεις.
Αναστολείς αρωματάσης :
1) Λετροζόλη :
2) Αναστραζόλη
Λαμβάνεται ως δισκίο του 1mg μία φορά την ημέρα.
Οι πιο συνήθεις παρενέργειες είναι η ανορεξία, κεφαλαλγία, υπνηλία, υπερχοληστεριναιμία, εξάψεις, ναυτία, διάροια, δερματικό εξάνθημα, οστεοπώρωση, αρθραλγία, δυσκαμψία αρθρώσεων και ξηρότητα κόλπου.
3) Εξαμεστάνη
Λήψη: ένα δισκίο των 25mg την ημέρα.
Πιο συχνές ανεπιθύμητες παρενέργειες: Κεφαλαλγία, κατάθλιψη, αϋπνία, εξάψεις, μυαλγίες, αρθραλγίες, πτώση λευκών αιμοσφαιριων.
Εκλεκτικοί τροποποιητές των οιστρογονικών υποδοχέων
Ταμοξιφένη
Αποτέλεσε την φαρμακευτική ουσία σταθμό την ορμονοθεραπεία του καρκίνου μαστού.
Λαμβάνεται ως δισκίο 20mg μία φορά την ημέρα.
Απαιτείται τακτική παρακολούθηση από γυναικολόγο, για έλεγχο της μήτρας, δεδομένου ότι μπορεί να προκαλέσει πάχυνση του ενδομητρίου.
Άλλες επιπλοκές είναι οι εξάψεις, κολπική αιμορραγία και εκκρίσεις, κνησμός αιδοίου, κεφαλαλγία, ζάλη, δερματικά εξανθήματα μείωση του αριθμού των αιμοπεταλίων, οφθαλμολογικά προβλήματα, θρομβοεμβολικά επεισόδια ( θρόμβωση των εν τω βάθει φλεβών, ιδίως αν παράλληλα χορηγούνται και κυτταροτοξικά φάρμακα).
Η ταμοξιφένη ( ή κατ΄ άλλους ταμοξιφαίνη) είναι φιλικό φάρμακο για την γυναίκα, χωρίς συχνές παρενέργειες
Ο χρόνος χορήγησης αυτής της κατηγορίας φαρμάκων είναι για 10 έτη.
Εκλεκτικοί καταστολείς των οιστρογονικών υποδοχέων
Φουλβεστράνη
Ενδομυικά δόση 250 mg σε διαστήµατα ενός µηνός
Συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι οι εξάψεις, η ναυτία, ουρολοιμώξεις, θρομβοφλεβίτιδες, φλεγμονή στο σημείο της ένεσης.