Home » ΚΑΡΚΙΝΟΣ » ΘΕΡΑΠΕΙΑ

ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Η θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού έχει στις ημέρες μας σε μεγάλο βαθμό διαφοροποιηθεί, προσαρμοζόμενη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όγκου και στην κατάσταση της ασθενούς. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η έρευνα στον καρκίνο του μαστού είναι περισσότερο εντατική απ’ ό,τι συμβαίνει για όλες τις άλλες μορφές καρκίνου, γίνεται κατανοητή πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για συνεχή παρακολούθηση των νεότερων δεδομένων, έτσι ώστε στους  ασθενείς να προσφέρετε πάντοτε η τεκμηριωμένα καλύτερη και σύγχρονη θεραπεία.

Απαραίτητη προϋπόθεση πριν από την έναρξη της όποιας θεραπείας είναι να συζητήσει ο θεράπων ιατρός με την ασθενή του, με τρόπο αναλυτικό και απόλυτα κατανοητό σ΄ αυτήν, τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που συνοδεύουν κάθε θεραπευτική επιλογή. Οι επιθυμίες της ασθενούς είναι σεβαστές και η συναίνεσή της απαραίτητη πριν από κάθε ιατρική παρέμβαση.

Η θεραπεία του καρκίνου του μαστού εμπλέκει πολλούς επιμέρους ιατρικούς και επιστημονικούς κλάδους, οπότε για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος είναι αναγκαία η συμμετοχή και η συνεργασία σ΄ αυτήν πληθώρα ιατρών από διάφορες ειδικότητες.

Η σύγχρονη ογκολογική πρακτική δεν ασκείται ατομικά ( από έναν μόνο γιαρό), αλλά συλλογικά (από γιατρούς και υγιειονομικούς πολλών ειδικοτήτων).

Στην παρακάτω διαφάνεια δίνεται παραστατικά το πόσες πρακτικές που αφορούν τη διάγνωση, τη θεραπεία και την υποστήριξη, εμπλέκονται με τους εξειδικευμένους σ΄αυτές επιστήμονες τους στην αντιμετώπιση μίας μόνο ασθενούς ( είναι το παζλ μιάς ολιστικής – ως πρέπει- έγκυρης αντιμετώπισης) .

Αποτελεί δείκτη καλής ποιότητας στη φροντίδα των ασθενών με καρκίνο του μαστού η λειτουργία ογκολογικού συμβουλίου σε κάθε νοσηλευτικό κέντρο. Συμβούλιο στο οποίο θα συμμετέχουν οι γιατροί από όλες τις ειδικότητες που εμπλέκονται στη διάγνωση και θεραπεία των ασθενών και το οποίο συμβούλιο θα συνεδριάζει τακτικά και με κανονισμό λειτουργίας που να προάγει το διάλογο και να διευκολύνει την τεκμηρίωση των συζητήσεων . Τέτοια ογκολογικά συμβούλια πρέπει να καταστούν υποχρεωτικά σε όλα τα νοσοκομεία και η λειτουργία τους να ελέγχεται από τις αρμόδιες εποπτικές αρχές.

Τον ίδιο επιστημονικό διάλογο με άλλους συναδέλφους του πρέπει να διατηρεί και ο θεράπων ιατρός, αν ασκεί το λειτούργημα του ως ελευθεροεπαγγελματίας. Επικοινωνία που μπορεί να γίνει είτε στην κλινική  με την οποία συνεργάζεται αυτός ή μέσω τακτικών συσκέψεων με συναδέλφους στο ιατρείο του ή σε πλατφόρμες επικοινωνίας ( όπως σκοπεύει να προσφέρει και η i-mastos).

Κατά κανόνα την πρώτη θεραπευτική αντιμετώπιση αναλαμβάνει ο χειρουργός, ο οποίος επίσης είναι αυτός που συνήθως έχει διερευνήσει τα συμπτώματα και τα σημεία της νόσου στην ασθενή. Συνήθως αυτός (ή αυτή) αναλαμβάνει να συντονίσει τη συνολική αντιμετώπιση της κάθε περίπτωσης.

Συμπαράσταση στη διάγνωση, αλλά και πολλές φορές στην καλή εκτέλεση της επέμβασης έχει ο/η ακτινολόγος, που στην περίπτωση του καρκίνου του μαστού συνήθως είναι εξειδικευμένος στην ανάγνωση των μασρτογραφιών και του υπερηχογράφου. Ενώ άλλος ακτινολόγος ασχολείται με την ερμηνεία της μαγνητικής τομογραφίας.

Το κάθε είδος θεραπείας , όπως και οι λεγόμενοι προβλεπτικοί και προγνωστικοί παράγοντες. εξαρτώνται από τις εξετάσεις που κάνει ο/η παθολογοανατόμος ( και οι εξειδικευμένοι τεχνολόγοι του εργαστηρίου). Σε γενικές γραμμές, το είδος και το εύρος των θεραπευτικών παρεμβάσεων που θα επιλεγούν θα καθοριστούν από τη γενική κατάσταση της  υγείας της ασθενούς, την πλήρη ιστολογική διάγνωση ( που μπορεί να έχει επιτευχθεί με βιοψία μετά παρακέντηση με ευρύστομη βελόνα), την αξιολόγηση των βιολογικών δεικτών του όγκου ( π.χ. κατάσταση ορμονικών υποδοχέων, HER2-neu)  και το στάδιο της νόσου .

Η χημειοθεραπεία και η ορμονοθεραπεία αποτελούν συστηματικές θεραπείες που έχουν ως στόχο την εκρίζωση μεταστατικών εστιών ή την καθυστέρηση ανάπτυξης τους. Χορηγούνται και ελέγχονται από ογκολόγο- παθολόγο, γιατρό εξειδικευμένο σ’ αυτόν τον κλάδο της ιατρικής. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει ένδειξη πρώτα να γίνεται χήμειο ή ορμονοθεραπεία και μετά να έπεται η χειρουργική. 

Η ακτινοθεραπεία αποτελεί θεραπεία για την αποφυγή επανεμφάνισης της νόσου στην περιοχή όπου αυτή πρωτοεκδηλώθηκε. Υπάρχουν, όμως , ενδείξεις πως επιτυγχάνει και ένα γενικότερο όφελος, που αφορά τη βελτίωση της συνολικής επιβίωσης. Υπεύθυνος για το σχεδιασμό και την εκτέλεση της ακτινοθεραπείας είναι ο ακτινοθεραπευτής – ογκολόγος

Αλλά και άλλοι επιστήμονες συμμετέχουν στην αντιμετώπιση των ασθενών, όπως:

  • ο /η φαρμακοποιός
  • ο/η νοσηλευτής/τρια  ( εξειδικευμένη στην ογκολογία)
  • ο /η γιατρός πυρηνικής ιατρικής για τον έλεγχο με PET SCAN αν χρειαστεί και για το Σπινθηρογράφημα
  • ο/η γενετιστής/τρια ( στις περιπτώσεις γενετικής προδιάθεσης)
  • οι υπεύθυνοι των εργαστηρίων μελέτης πολλαπλών γονιδίων ( που εκτιμούν τον κίνδυνο υποτροπής και χρησιμεύου τα αποτελέσματα τους στο αν γίνει ή όχι χημειοθεραπεία).
  • ο/η ψυχολόγος ή ψυχίατρος ( για την στήριξη της ψυχικής διαταραχήςπου προκαλούν η νόσος και οι επιπτώσεις των θεραπειών)
  • ο/η κοινωνική λειτουργός ( για στήριξη και βοήθεια στην πλοήγηση στο σύστημα υγείας)
  • ο/η διαιτολόγος ( για τη σωστή διατροφή)
  • ο/η σύμβουλος διακοπής καπνίσματος ( για τις καπνίστριες ασθενείς)
  • Ο/η  φυσιοθεραπεύτής/ρια ( ιδίως αν υπάρχουν προβληματα κινητικότητας ώμου ή λεμφοίδημα)
  • Ο/ή αισθητικός, (περιλαμβανομένης της φροντίδας για την φυσιολογική εμφάνιση μετά την προσωρινήπτώση των μαλλιών λόγω της χημειοθεραπείας)
  • οι υπεύθυνοι των δραστηριοτήτων ευεξίας ( π.χ. δάσκαλοι χορού, γυμναστές, δάσκαλοι δημιουργικής γραφής ή άλλων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων που βοηθούν στην ποιότητα – και με εεπίδραση στην ποσότητα- ζωής των ασθενών)
  • ο ιερέας ( για τις πνευματικές ανάγκες των ασθενών)

Σε όλες τις ασθενείς με καρκίνο του μαστού πρέπει προεγχειρητικά να έχει γίνει μαστογραφία και των δύο μαστών (άμφω) σε δύο επίπεδα. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος και η μαγνητική μαστογραφία μπορούν να βοηθήσουν στην περαιτέρω διευκρίνηση ευρημάτων ή μερικές φορές να είναι οι απεικονιστικές εξετάσεις που θα συμβάλουν στην ανακάλυψη ενός όγκου. Ιδιαίτερα η μαγνητική τομογραφία είναι χρήσιμη για τον έλεγχο της ύπαρξης ή όχι περισσότερων του ενός όγκου στον ίδιο ή τον άλλο μαστό ( οι ενδείξεις γι’ αυτά αναφέρονται στο σχετικό κεφάλαιο)

Σε γυναίκες με ιστολογικά επιβεβαιωμένο μη διηθητικό ή διηθητικό καρκίνωμα  σταδίου Ι, χωρίς κλινική ένδειξη μεταστάσεων διεξάγονται οι βασικές προεγχειρητικές εξετάσεις ( π.χ. γενική αίματος, βιοχημικός έλεγχος, καρδιογράφημα, α/α θώρακος κ.λ.π.). Το  σπινθηρογράφημα οστών και ο απεικονιστικός έλεγχος για μεταστάσεις, π.χ. στην κοιλιακή χώρα ή στον εγκέφαλο, σε έλλειψη συμπτωμάτων συνιστώνται, αλλά δεν είναι απαραίτητοι.

Σε γυναίκες που έχουν  ιστολογικά επιβεβαιωμένους όγκους σταδίου ΙΙ, αν υπάρχουν συμπτώματα ή κλινικά σημεία μπορεί να χρειαστεί επιπρόσθετος απεικονιστικός έλεγχος του σώματος (π.χ. αξονική τομογραφία, θώρακος, κοιλίας, κ.α), καθώς και πλήρης αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος. Το σπινθηρογράφημα οστών, πρέπει να πραγματοποιείται αν υπάρχουν είτε εντοπισμένος οστικός πόνος ή αυξημένη αλκαλική φωσφατάση.

Σε γυναίκες με πιο προχωρημένα στάδια της νόσου, ένας πλήρηςεργαστηριακός και απεικονιστικός έλεγχος για τυχόν ανεύρεση μεταστάσεων είναι μία λογική επιλογή. Ο έλεγχος μπορεί να περιλαμβάνει και PET/CT

Ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε επικουρική χημειοθεραπεία με φάρμακα που επηρεάζουν την καρδιακή λειτουργία συνιστάται να υποβληθούν σε καρδιολογικό έλεγχο (με τις απαραίτητες συνοδούς εξετάσεις) πριν την έναρξη της θεραπείας τους. Και ενώ για το εύρος των εξετάσεων σε γενικές γραμμές ισχύουν όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν είναι ασύνηθες κάποιος από τους θεράποντες ιατρούς να ζητήσει πρόσθετες εξετάσεις πριν τη θεραπεία.

Για ασθενείς που πρόκειται να υποβληθούν σε νεοεπικουρική θεραπεία, πρέπει να πραγματοποιηθούν πριν τη θεραπεία το σπινθηρογράφημα οστών, το υπερηχογράφημα ήπατος και η ακτινογραφία θώρακος. Η μέτρηση των καρκινικών δεικτών είναι χρήσιμη για την παρακολούθηση της πορείας της νόσου (χωρίς να είναι υποχρεωτικό αυτοί οι δείκτες να βρεθούν αυξημένοι, παρά την ύπαρξη του καρκίνου).

Σε γυναίκες που λόγω ηλικίας ή κακής γενικής κατάστασης δεν μπορούν να υποβληθούν σε θεραπευτική αγωγή ή όταν αυτή περιορίζεται στη χορήγηση ορμονοθεραπείας, ο έλεγχος με σπινθηρογράφημα οστών, υπερηχογράφημα ήπατος και ακτινογραφία θώρακος δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμος στο πλαίσιο της διαδικασίας σταδιοποίησης της νόσου τους, εκτός και αν η ασθενής έχει συμπτώματα υποδηλωτικά ύπαρξης μεταστατικών εστιών, όπως π.χ. πρόσφατα εμφανισθέντα πόνο σε κάποιο οστούν ή άρθρωση. Σε  τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να γίνει επικεντρωμένος παρακλινικός έλεγχος, αν αυτός είναι εφικτός ή διευκολύνει θεραπευτικές αποφάσεις.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί ελάχιστα cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας. Με την αποδοχή σας θα υποθέσουμε ότι είστε εντάξει με αυτό. Αποδοχή Διαβάστε Περισσότερα